Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

ΑΔΕΙΟ ΚΕΛΥΦΟΣ

Έγιναν και στη χώρα μας  εκδηλώσεις στις 27 Ιανουαρίου για την ημέρα μνήμης για τα θύματα του ολοκαυτώματος με δηλώσεις και  μηνύματα πολιτικών και άλλων που ταυτίζονται όχι μόνο στην καταδίκη του ολοκαυτώματος αλλά και στις προτροπές για έμπρακτη καταδίκη του  ρατσισμού, σεξισμού, εθνικισμού και μισαλλοδοξίας και την απόρριψη των αντισημιτικών φωνών και αρνητών του ολοκαυτώματος
Και στη χώρα του Ισραήλ, που οι περισσότεροι  κάτοικοί του είναι απόγονοι των επιζώντων του ολοκαυτώματος, ο πρόεδρός της Νετανιάχου επιδοκιμάζει ως πολύ καλή ιδέα την ανέγερση τείχους στα  σύνορα με το Μεξικό που υπόσχεται να χτίσει το πρόεδρος των ΗΠΑ Τραμπ,  σημειώνοντας στο τουίτερ του πως  « Έχτισα τείχος στα νότια σύνορα του Ισραήλ και σταμάτησε όλη η παράτυπη μετανάστευση».
Δράσεις και λόγια που νομίζει κανείς πως προσπαθούν ν’ αντλήσουν νομιμοποίηση για το παρόν πατώντας σ’ ένα παρελθόν  άδειο κέλυφος,  απογυμνωμένο  ολότελα από το νόημά του μέχρι που η βαριά σκιά του να διαλυθεί.
Και στα αφιερώματα της δημόσιας τηλεόρασης η φρίκη των ναζιστικών  στρατοπέδων συγκέντρωσης στα ντοκυμαντέρ κι ακόμα και ο συγκλονισμός αυτών που γνώρισαν τη φρίκη τους ή την ανακάλυψαν  μοιάζει να εξομοιώνεται με ταινίες μυθοπλασίας για ένα κοινό εξοικειωμένο από εικόνες φρίκης των ΜΜΕ και του σινεμά που φαίνεται να νικά την αντικειμενικότητα των εικόνων από εκείνα τα στρατόπεδα. Κι είναι κι αυτός ένας απρόσμενος ίσως τρόπος  εκείνη η πραγματικότητα του παρελθόντος να  πάψει από πολύ νωρίς να αποτελεί παρόν και η καταισχύνη για όσα τότε συνέβησαν ν’ απωθηθεί και να μοιάζει ότι υπερνικάται.
           Μετά από εβδομήντα δυο χρόνια από τις φρικαλεότητες που αποκαλύφτηκαν μοιάζουν οι κοινωνίες της Ευρώπης να προσπερνούν ολοταχώς και σκοπίμως τα ναζιστικά στρατόπεδα και τη φρίκη τους, κατευθυνόμενες σε άλλους προσανατολισμούς, τέτοιους που να μην δημιουργούν αναστολές και ανακόπτουν πορείες, προς δόξαν του καπιταλισμού. Για να μπορούμε να κλείνουμε σύνορα, να βυθίζονται πλοία με χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες, να δολοφονεί το Ισραήλ εν ονόματι της ασφάλειάς του. Ο  καθυστερημένος αντιφασισμός που αναφέρεται σ’ εκείνη την εποχή μοιάζει αρκετά ύποπτος στις μέρες μας, όταν συνοδεύεται από ξενοφοβικές ενέργειες, διπλοαμπάρωμα των συνόρων, εξαθλίωση των εργαζομένων.
               Σήμερα, που όλη η φρίκη του ναζιστικού εγκλήματος έχει γίνει χειροπιαστή με ντοκουμέντα και ο καθένας μας  θεωρεί τον εαυτό του αντιφασίστα, ενώ ο αντισημιτισμός  έχει μεταβληθεί σε υποχρεωτικό φιλοσημιτισμό περισσότερο ενδιαφέρουν οι τεχνικές λεπτομέρειες της εξόντωσης, οι τραγικές διηγήσεις προσωπικών περιπτώσεων. Από  το ίδιο το κράτος  του Ισραήλ η συστηματική και μεθοδευμένη εξόντωση των εβραίων χρησιμοποιείται σαν συγχωροχάρτι για τις ενέργειές του στο παρόν. Οτιδήποτε εναντιώνεται στη πολιτική του στιγματίζεται ως αντισημιτικό και η επίκληση των διωγμών του παρελθόντος χρησιμοποιείται για να εκτρέψει κάθε απόπειρα κριτικής του παρόντος. Το ολοκαύτωμα υποβιβάστηκε σε προπαγανδιστικό εργαλείο για ιδεολογική επιθετικότητα του κράτους του Ισραήλ. Ενώ η Ευρώπη, μαζί και η Γερμανία,  που δηλώνει αφελής και ανυποψίαστη για τότε, με αντιφασιστικά μνημεία, λέξεις συμφιλίωσης, σημάδια μετάνοιας και επετείους μνήμης θέλει να διαβεβαιώσει για τον  υστερογενή της ανθρωπισμό που σέβεται την ανθρώπινη ύπαρξη.
           Και μένουν στη σκιά οι αιτίες που εξέθρεψαν το ναζισμό και προκάλεσαν αυτές τις θηριωδίες. ¨Οσο επιμένουμε στα εξωτερικά στοιχεία των φασισμών και στο διάκοσμό τους χωρίς να ξεριζώνουμε τις αιτίες που τον γεννούν, ώστε κάθε φορά να αναγνωρίζουμε τους ιδιαίτερους και μοναδικούς τρόπους που εκδηλώνονται στο λόγο και στη δράση τόσο πιο ύπουλα αυτοί διαβρώνουν συνειδήσεις και αλλοιώνουν συμπεριφορές.  
Τον φασισμό τον γέννησε το μεγάλο κεφάλαιο που  αντικαθιστά, όταν πάψει να ανταποκρίνεται στα συμφέροντά του,  την κρατική μορφή  της αστικής δημοκρατίας με την ανοιχτή τρομοκρατία. Αποκτά ένθερμους οπαδούς που υπακούουν στα ένστικτά τους, γιατί παρασύρει ένα πλήθος μέσω παθιασμένων συναισθημάτων, υποκινεί πάθη, πατά πάνω στην αίσθηση της παρακμής της κοινότητας. Η  περιφρόνηση της λογικής και της σκέψης, η επιμονή σε εξωτερικά σημάδια δύναμης και ζωτικότητας –ψευτολεονταρισμοί στο λόγο και συμπεριφορά- η αντισυστημική ρητορική  είναι τα μέσα για να παραπλανήσει. Οι θεωρίες συνωμοσίας, η ομορφιά της βίας, οι σωτήρες, ακόμα κι αν η δράση τους είναι απολύτως γελοία όπως του Α. Σώρρα, επιστρατεύονται για να διαχυθούν ύπουλα και καμουφλαρισμένα οι φασιστικές πρακτικές και ιδέες.
Η καταδίκη λοιπόν του φασισμού του μεσοπολέμου από τον κυρίαρχο λόγο μοιάζει να είναι περισσότερο παραπλανητική παρά που  αποτρέπει  την κυριαρχία του στο σήμερα. Ο αντιφασιστικός λόγος  στις μέρες μας μοιάζει σαν αντιπερισπασμός σε δράσεις ουσιαστικά φασιστικές ή φιλικές προς αυτόν. Πρέπει να δώσουμε προσοχή  στις λειτουργίες που πληρούν όλα αυτά τα δήθεν αντισυστημικά κινήματα που φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια και στις συνθήκες που φαίνεται να ανοίγουν χώρο για το φασισμό, παρά να ψάχνουμε να βρούμε κοινά χαρακτηριστικά στον εξωτερικό διάκοσμό τους με τα φασιστικά κινήματα του μεσοπολέμου.
Κι αν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αποδεικνύουν την σκληρότητα και ωμότητα του ναζισμού, η  υποβάθμιση του ανθρώπου σε πράγμα με τρόπο συστηματικό και μεθοδευμένο, η μετατροπή του σε μέσο για την επίτευξη των στόχων του ναζιστικού κράτους, τηρουμένων των αναλογιών, όλα αυτά  μοιάζουν  να παρουσιάζουν εμφανείς αναλογίες, ή τουλάχιστον να διαμορφώνονται οι αντίστοιχες προϋποθέσεις, με τη σύγχρονη αντιμετώπιση από τις αστικές δημοκρατίες των ανθρώπων στην Ευρώπη και αλλού.
       Και ο μεγάλος κίνδυνος είναι πως σήμερα με την εξαλλαγή των πολιτικών θεσμών της αστικής δημοκρατίας, την βαθμιαία περιστολή ή αναστολή πολιτικών δικαιωμάτων και την σταδιακή απάρνηση των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας ο φασισμός μπορεί να εγκατασταθεί την ίδια στιγμή που από τον κυρίαρχο λόγο θα  καταδικάζεται.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ



Ομάδα χρυσαυγιτών με επικεφαλής τον Γιάννη Λαγό επιτέθηκε σε γονείς και δασκάλους στο 1ο δημοτικό σχολείο Νέου Ικονίου στο Πέραμα, διαμαρτυρόμενοι για την απόφαση να φοιτήσουν παιδιά προσφύγων στο σχολείο. Και βέβαια όλοι καταδίκασαν τους τραμπουκισμούς και προπηλακισμούς των φασιστών –κυβέρνηση, κόμματα και άνθρωποι της διανόησης- όπως και την ενέργεια του υπόδικου βουλευτή Γ. Λαγού να καταθέσει μήνυση κατά της Τατιάνας Στεφανίδη, επειδή στην εκπομπή της τον αποκάλεσε «τραμπούκο».
               Κι όλοι όσοι «ανίδεοι και χορτάτοι» θεωρούν αρκετό την καταδίκη του φασιστικού μορφώματος, την ίδια στιγμή συμβάλλουν στη διαμόρφωση εκείνων των συνθηκών που εκτρέφει το τέρας του φασισμού. Σ’ ένα περιβάλλον αυξανόμενης εξαθλίωσης, η υπονόμευση της ενότητας μεταξύ των εργαζομένων μ’  εκτόξευση κατηγοριών από τον ένα κλάδο εναντίον του άλλου, η δημιουργία εχθρότητας ανάμεσα στους εργαζόμενους και ανέργους, η στοχοποίηση ως αιτίων της κρίσης προσώπων η θεσμών, η απαξίωση κάθε αγωνιστικής προσπάθειας για κοινωνική μεταμόρφωση, η κατασυκοφάντηση κάθε οράματος κοινωνικού μετασχηματισμού, και όλα αυτά  σε συνδυασμό με τον επιδιωκόμενο στόχο οι αντιθέσεις να μην πάρουν ταξικά χαρακτηριστικά που θ’ αμφισβητούν τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης για   ν’ απομακρυνθεί κάθε προοπτική μιας κοινωνικής ανατροπής του, δημιουργούν έδαφος πρόσφορο όχι μόνο για την ανάπτυξη αλλά και τη μονιμοποίηση του φασισμού.   
               Κράτος και κοινωνία καταδικάζουν τις φασιστικές ιδέες και φασιστικές πρακτικές, την ίδια στιγμή που επί του πρακτέου, στην καλύτερη περίπτωση τις ανέχονται και στην χειρότερη τις επιδοκιμάζουν σιωπηλά  ή ακόμα και τις ενισχύουν.
               Πολλά  τα παραδείγματα της επίσημης πολιτείας που το αποδεικνύουν: οι ανεξάντλητες κωλυσιεργίες στην ατέλειωτη (από τις 20 Απριλίου του 2015) δίκη της Χρυσής Αυγής, η αδιάφορη για τις  δικαστικές αρχές περιφρόνηση αποφάσεων του δικαστηρίου που απαιτούσε παρουσία των κατηγορουμένων στη δίκη, δηλώσεις υπουργών όπως του πρώην Δικαιοσύνης Ν. Παρασκευόπουλου για στήριξη της Χ.Α αν κάνει «βήματα για εκδημοκρατισμό», η επίσκεψη των υπουργών Π. Καμμένο και Δ.Βίτσα με 10 βουλευτές, ανάμεσα τους και ο υπόδικος βουλευτής της Χ. Α Η. Κασιδιάρης στα νησιά Ρω και Στρογγύλη για ενημέρωση σχετικά με ζητήματα προστασίας των νήσων, συνθηκών διαβίωσης κλπ. και δηλώσεις του Π. Καμμένου περί «ομοψυχίας του ελληνικού λαού».
               Η  καταδίκη του φασισμού μοιάζει να εντάσσεται περισσότερο  στα πλαίσια της συναίνεσης που σε όλα τα χρόνια της μεταπολίτευσης εξασφάλισε τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος παρά της αγωνιστικής παράδοσης που συγκρούστηκε μαζί του. Έχουμε από τη μια καταδίκη του φασιστικού μορφώματος, ενώ την ίδια στιγμή η  διαρκής παραγωγή και αναπαραγωγή οικονομικών ανισοτήτων που οδηγεί στην εξαθλίωση και περιορίζει το δημοκρατικό δυναμικό στην αστική δημοκρατία δημιουργεί τις προϋποθέσεις ανάπτυξής του.  Κι’ αυτό γιατί  η συναίνεση όλων των πολιτικών  αστικών σχηματισμών στις ασκούμενες πολιτικές της κυρίαρχης τάξης  στην  Ευρωπαϊκή Ένωση  και  στη χώρα μας προκαλεί ασφυξία στο πολιτικό σύστημα καθώς αφήνει πολύ μικρά  περιθώρια για την έκφραση αμφισβήτησης που δεν στρέφεται εναντίον του ίδιου του συστήματος -–κι είναι τότε που το φασιστικό μόρφωμα εμφανίζεται και διοχετεύει όλη την αγανάκτηση σε ατραπούς ακίνδυνους για την κυρίαρχη τάξη (εθνικισμό, ρατσισμό κλπ.).   Γι’  αυτό και είναι το ίδιο το αστικό σύστημα που σ’  αυτό το περιβάλλον ασφυξίας  βοηθά στην νεκρανάσταση του φασισμού. Αποτελεί δίαυλο  για την έκφραση της εντεινόμενης δυσαρέσκειας προς το πολιτικό  σύστημα, χωρίς στην πραγματικότητα ν’  απειλείται η αστική κυριαρχία,  και λειτουργεί επίσης σαν διέξοδος για την εκτόνωση  των αυξανόμενων  ανησυχιών  και φόβων  που προκαλεί η επιδεινούμενη οικονομική εξαθλίωση. Οι πραγματικές σχέσεις σύνδεσης φασισμού και αστικού συστήματος αν στην αρχή βρίσκονται εκτός ορατού πεδίου, όσο πιο αδύναμη γίνεται πολιτικά η αστική τάξη, τόσο πιο ξεκάθαρες γίνονται  οι συνθήκες που βρίσκονται στη βάση των σχέσεών τους και της συνεργασίας τους.  
Γι’  αυτό και δεν είναι περίεργο που  πολιτικοί  σχηματισμοί, ΜΜΕ και δικαιοσύνη μοιάζει να αποσυνδέουν τις   εγκληματικές ενέργειες της Χ.Α από την ιδεολογία της και την πολιτική της δράση. Είναι που για την αντιμετώπιση της κρίσης νομιμοποίησης των  πολιτικών εξαθλίωσης όλο το σύστημα αναζητώντας επιτήδειες μεθοδεύσεις για την απόκτηση ή και απόσπαση αν όχι της συγκατάθεσης αλλά τουλάχιστον της ανοχής μας, έστω και εκβιαστικά, δεν θα διστάσει να νοθεύσει ή να διαστρεβλώσει ακόμα και τους θεσμούς της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, αν το θεωρήσει αναγκαίο για την επιβίωσή του.
Ενδεικτικό των προσπαθειών για ελεγχόμενη κατεύθυνση των ποικίλων μορφών δυσαρέσκειας είναι ο τρόπος αντιμετώπισης από το σύνολο της κυρίαρχης εξουσίας  όχι μόνο της Χ.Α αλλά και κάθε περίεργης οργάνωσης ή πολιτικού σχηματισμού  που μας αποπροσανατολίζει και παραπλανά. Η ολιγωρία της δικαιοσύνης για τις εξωφρενικές απατεωνιές του Α. Σώρα, η κραυγαλέα κριτική περισσότερο στο στυλ και ύφος της Χρυσής Αυγής από τα ΜΜΕ, η αθόρυβη ενσωμάτωση φασιστικών μορφωμάτων  στο πολιτικό σύστημα  όσο περνά ο καιρός μάλλον αποδεικνύει την απροθυμία του για τιθάσευση τους.
Και η όλη ιστορία με την τηλεοπτική παρουσιάστρια Τ. Στεφανίδου και την μήνυση του υπόδικου βουλευτή της Χ.Α Γ. Λαγού αποκτά σημασία μόνο γιατί συμπληρώνουμε τα κενά του νοήματος ανάλογα με τις προσδοκίες μας και τους τρόπους ερμηνείας. Η σύγκρουση δεν έμοιαζε να είναι σε άλλο επίπεδο από εκείνο των επώνυμων του θεάματος, όπου το φασιστικό μόρφωμα γίνεται αντικείμενο συζήτησης σε τηλεοπτικό μεσημεριανό, έχοντας απεκδυθεί τα πολιτικά χαρακτηριστικά του, την ιστορία του, το παρελθόν του, τον πολιτικό του ρόλο.
Δεν θα ήταν λοιπόν αυθαίρετο να υποστηρίξει κανείς πως το όλο σύστημα αυτό που το ενδιαφέρει περισσότερο είναι  να εξοικειωθούμε με την χειρότερη εικόνα του τέρατος χωρίς όμως να μάθουμε να αναγνωρίζουμε στην πραγματικότητα το ίδιο το τέρας του φασισμού. Κι έτσι, επειδή οι φασιστικές ιδέες βρίσκονται πάντα σε διαρκή μεταμόρφωση θα μπορέσουν να επιβληθούν χωρίς να αναγνωριστούν, όταν πραγματοποιηθεί η μετατροπή του αστικού δημοκρατικού κράτους σε φασιστικό ή αυταρχικό σύστημα κυριαρχίας.

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

ΑΣΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ



Και παραπάνω από τετρακόσια πρόσωπα της Επιστήμης, Πολιτισμού και Τέχνης έβαλαν την υπογραφή τους σε κείμενο στήριξης. του συγκροτήματος του ΔΟΛ, καλώντας «Κυβέρνηση και όλη την Αντιπολίτευση, τις Τράπεζες και τη Δικαιοσύνη να δείξουν την επιβαλλόμενη ευαισθησία απέναντι σε έναν ιστορικό Δημοσιογραφικό Οργανισμό και να στηρίξουν - για όσον χρόνο απαιτεί η ρύθμιση των χρεών και των όποιων εκκρεμοτήτων» τη συνέχιση των εκδόσεων των εφημερίδων και περιοδικών, της λειτουργίας του ραδιοφωνικού σταθμού και των ιστοσελίδων του.
Σύμφωνα πάλι  με ανακοίνωση του ΔΟΛ, ο πρόεδρος του Δ.Σ. της «Αυγής» Βασίλης Μουλόπουλος απεδέχθη πρόταση της διοίκησης «να συμβάλει στην επίλυση των διαρθρωτικών και οικονομικών προβλημάτων» του οργανισμού. Ενώ από τη μεριά της αξιωματικής αντιπολίτευσης  καταγγέλθηκαν οι μεθοδεύσεις εκ μέρους της κυβέρνησης για έλεγχο των ΜΜΕ, γιατί ακριβώς υπερασπίζεται όπως διακηρύττει  τον πλουραλισμό και πολυφωνία της δημοκρατίας.
               Κι όλα αυτά μοιάζουν με προσπάθειες για να προκληθεί κάποια αξιόλογη αναζωπύρωση της προβληματικής για την κρίση του τύπου, ενώ φαίνεται πως οι ανακατατάξεις στο χώρο των ΜΜΕ είναι ο ώριμος καρπός μιας πορείας που ολοκληρώνεται μέσα στην γενική λαϊκή αδιαφορία, σαν συνέπεια των προβλημάτων της κυρίαρχης τάξης  που η κρίση αποκάλυψε. Γιατί  τι άλλο έκαναν τα ΜΜΕ όλα αυτά τα χρόνια  παρά να επωμίζονται ενεργά τη διαμόρφωση μιας ευρείας συναίνεσης αστικής τάξης και διανοουμένων γύρω από στρατηγικούς και τακτικούς στόχους;
               Αν ο τύπος, και στις μέρες μας τα ΜΜΕ, θεωρείται ο τέταρτος πυλώνας της αστικής εξουσίας έχει χάσει προ πολλού όμως την αυτονομία του, αγωνιστικότητα και εγκυρότητα, χαρακτηριστικά που απέκτησε σε περιόδους που ήταν όργανο της αστικής τάξης, όταν  αυτή πάλευε να πάρει την εξουσία. Από  τον ΙΖ αιώνα οι εφημερίδες  στην Ευρώπη είχαν τεθεί στην υπηρεσία του φιλελεύθερου κινήματος που είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται και εκείνου του αγώνα για την κατάλυση των απολύτων μοναρχιών και της φεουδαρχίας. Ήταν από  τις εφημερίδες που εξυπηρετήθηκε η πρόδρομος της γαλλικής επανάστασης κίνηση κατά τον ΙΗ αιών κι ήταν οι αγώνες των εφημερίδων για άρση των περιορισμών της ελευθερίας τους που συμβάλανε σε  λαϊκές κατακτήσεις ελευθεριών, παροχής ψήφου κλπ.
Μόνο που πια η αστική τάξη δεν συμμετέχει σε επαναστατικά κινήματα για να κατακτήσει την εξουσία υποσχόμενη διεύρυνση των ελευθεριών στα λαϊκά στρώματα με τη βοήθεια των οποίων κυριαρχεί και πολιτικοκοινωνικά. Όλη της η προσπάθεια πια είναι να διατηρήσει την κυριαρχία της και διαδίδοντας τις αστικές αξίες και πεποιθήσεις  και ο πιο εύκολος τρόπος είναι να αποσπάσει  τη συναίνεση της εργατικής τάξης.
Δεν είναι βέβαια η εφημερίδα  ο μόνος θεσμός  που επωμίζεται κάτι τέτοιο: επιχειρεί όμως να το κάνει μέσα από την παρουσίαση της καθημερινής επιλεγμένης ειδησεογραφίας και σε μεγάλο βαθμό με το σχολιασμό της και χρειάζεται γι’  αυτό, όσο κι αν είναι αστική εφημερίδα,  να διαπερνάται από μια κριτική στάση απέναντι στα όσα συμβαίνουν, για να γίνεται πιο πειστική με τον μεταρρυθμιστικό της προσανατολισμό. Κι έτσι τέτοιες εφημερίδες έχουν κι ενδιαφέρον και εγκυρότητα. Είναι και όργανα της αστικής εξουσίας αλλά και εργαλεία στη διαμόρφωση της αστικής πολιτικής. Αυτόν τον ρόλο για χρόνια είχαν  οι εφημερίδες του συγκροτήματος του ΔΟΛ, με μεγάλη αποτελεσματικότητα.  Κι αν φάνηκε ο ξεκάθαρος ρόλος τους στα χρόνια της κρίσης είναι ακριβώς γιατί οξύνθηκαν οι ταξικοί ανταγωνισμοί αλλά και οι ενδοαστικές έριδες, αφού  το διακύβευμα ήταν οι δανειοδοτήσεις.
Η στενή σύνδεση της δημοσιογραφίας με τις τρέχουσες και βραχυπρόθεσμες πολιτικές σκοπιμότητες της κυρίαρχης εξουσίας και τα συμφέροντα του εργοδότη και η αδυναμία της να κρατήσει έστω κάποιες αποστάσεις, δρομολόγησε στην πραγματικότητα  τη διαδικασία  που οδήγησε στην  οριστική εγκατάλειψη της εγκυρότητας και της διαμόρφωσης ενός πολιτικού λόγου έστω με συνέπεια –κι αυτό έγινε φανερό ήδη από την εποχή της σύλληψης των μελών της  οργάνωσης της 17ης Νοέμβρη.
 Γι’ αυτό και  αμφισβητήθηκε η εγκυρότητα και των εφημερίδων –στο σύνολό τους- εξίσου με τα ηλεκτρονικά μέσα, γιατί διαπιστώθηκε ακόμη και στα καθημερινά ρεπορτάζ η στενή εμπλοκή με τις σκοπιμότητες της κρατικής διαχείρισης και της διαμόρφωσης των πολιτικών συσχετισμών. Κι ούτε βέβαια τις  τελευταίες  δεκαετίες επειδή  η χρηματοδότηση των εντύπων γίνεται από επιχειρηματίες που είναι άσχετοι  με τον τύπο εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία τους, επειδή δήθεν μειώνεται ο παρεμβατικός ρόλος της κρατικής εξουσίας,  εφόσον  η τελευταία συμφέροντα δικά τους  εξυπηρετεί. Απλά   αποδεσμεύεται ένα μεγάλο τμήμα της πληροφόρησης και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης που αποδίδεται κατευθείαν στην κυρίαρχη τάξη χωρίς μεσάζοντες. Κι έτσι και  πιο ανεξάρτητος  δημοσιογράφος πια  είναι συνηθισμένος και αναγκασμένος  να εγκλωβίζεται στη σκοπιμότητα των χειρισμών  του ιδιοκτήτη της εφημερίδας και στα συμφέροντά του.
Δεν είναι καινούργιο: Πρωταρχική σημασία για τα ΜΜΕ είναι η διάσπαση και διαστρέβλωση της ίδιας της αντίληψης των ανθρώπων για την κοινωνία και συνεπώς η έλλειψη   πληροφοριών αλλά  και η επιλεκτική χρησιμοποίησή τους για ιδεολογική κάλυψη πολιτικών αντιπαραθέσεων είναι ένα τεράστιας σημασίας όπλο στα χέρια της εξουσίας που την ασκεί η κυρίαρχη τάξη.
Γι’ αυτό και διαβάζοντας αιτήματα ανθρώπων της διανόησης για σωτηρία των ιστορικών εφημερίδων του συγκροτήματος ΔΟΛ που δεν ξεχνούν να επικαλεστούν και τον κίνδυνο της ανεργίας για τους εργαζόμενους, βλέποντας τις υπογραφές τους σε αντίστοιχα κείμενα αναρωτιέται κανείς για τη σκοπιμότητα της …αποστασιοποίησης τους  όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης από τα αιτήματα ενός εξαθλιωμένου λαού. Γι’ αυτό και ακούγοντας τις κοκορομαχίες κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης σχετικά με τη διαπλοκή και την ανεξαρτησία  των ΜΜΕ αναρωτιέται κανείς μέχρι πότε θα αναζητούμε  τις λύσεις των προβλημάτων στην ηθικοποίηση αυτών, δηλ. της ιδιοκτησίας και του κέρδους,   που τα τροφοδοτούν.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

ΗΘΙΚΟΛΟΓΟΥΣΑ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ



Η μοιρολατρική  αποδοχή ότι δεν υπάρχει καμιά διέξοδος έγινε προσπάθεια να ξεχαστεί από  την σκηνοθετημένη χαρά  των γιορτινών ημερών.
Οι φευγαλέες  όμως ευχάριστες δραστηριότητες που  δεν είναι  τίποτε άλλο από μια προσπάθεια  απόλαυσης της στιγμής, να αδράξει κανείς αυτό που πιθανόν να είναι μια από τις τελευταίες ευκαιρίες ευχαρίστησης πριν επιστρέψει και πάλι στη θλιβερή πραγματικότητα, έναν ολόκληρο κόσμο δεν τον αφορούν. Έναν ολόκληρο κόσμο που δεν φαίνεται πουθενά, δεν έχει πρόσωπο,  χωρίς δουλειά, χωρίς στήριξη από πουθενά, που πορεύεται με ελεημοσύνες των άλλων χωρίς ελπίδα. Οι σύντομες ψευδαισθήσεις που  τρέφουμε ακόμα για το μέλλον,  γι’  αυτούς έχουν τελειώσει, ζώντας στην απόλυτη ένδεια κι απελπισία.
Κι είναι κι  ένας άλλος κόσμος που γράφει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εμφανίζεται  στα ΜΜΕ, που μεταχειρίζεται τις ιδέες για να ξεφεύγει από τις ευθύνες και τους κινδύνους της κοινωνικής δράσης. Ένας κόσμος που δηλώνει πως θέλει πολύ να αφιερωθεί  στην υπόθεση των κατατρεγμένων της κοινωνίας, αλλά με τον όρο να μη χάσει διόλου την τιμητική του θέση, να παραμείνει, ή να νομίζει ότι είναι, η προνομιούχα εκλεχτή τάξη που επιβάλλει τους όρους ζωής ή θανάτου στον άλλο αόρατο κόσμο. Ένας κόσμος όπου πλεονάζουν οι αυθεντίες, κι ας μη το ομολογούν,  που λειτουργούν  κάτω από μια δήθεν ριζοσπαστική πρόσοψη, που δεν είναι παρά φερέφωνα της άρχουσας τάξης, ακόμα και με την μεταμφίεση της προοδευτικότητας.
Μέρες πριν, με την ευκαιρία της απονομής της λεγόμενης 13ης σύνταξης οι αλιεύσεις στο διαδίκτυο αντιδράσεων γι’  αυτό το ζήτημα  είναι ενδεικτικές των αντιλήψεων που κάτω από το μύθο μιας δημοκρατίας της ισότητας στο νόμο και στις ευκαιρίες αρνούνται, αν και δεν διατυπώνεται ρητά,  ως αυθάδεις τις απαιτήσεις για κοινωνική ισότητα των φτωχών προλετάριων, που αν γίνονται δεκτοί σ’ αυτήν είναι προτιμότερο να κρατούνται στη σχετική τους απόσταση. Καθηγητές πανεπιστημίου (π.χ. Αριστείδης Χατζής, Απ. Δοξιάδης) εμφανίζονται αρνητικοί σ’ αυτήν την παροχή όχι γιατί πρόκειται για ελεημοσύνη που εξυπηρετεί μικροπολιτικές σκοπιμότητες μιας κυβέρνησης που με αριστερό προσωπείο εξυπηρετεί την πολιτική της άρχουσας τάξης  μέχρι κεραίας. Η  διαφωνία τους εστιάζεται  είτε γιατί στη χώρα μας οι δαπάνες σύνταξης σπάνε, κατά τους ισχυρισμούς τους, κάθε παγκόσμιο ρεκόρ είτε γιατί θα έπρεπε μ’  αυτά τα χρήματα να αποπληρωθούν από τα δημόσιο μέρος των χρεών του στο ιδιωτικό τομέα, εμφανιζόμενοι ως υποστηρικτές των νέων ανέργων και των εργαζομένων που οι επιχειρήσεις τους χρωστάνε τα δεδουλευμένα. Είναι που στην σκέψη όλων αυτών των δημοκρατών καπιταλιστών η εξασφάλιση της επιβίωσης των ανθρώπων και το κέρδος δεν μπορεί να  έρχονται σε αντίθεση, εφόσον πάντα το κέρδος προκρίνεται. Η καταπολέμηση της φτώχειας δεν μπορεί να γίνει αν δεν υπάρχουν κέρδη που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους.
 Η έπαρση όλου αυτού του κόσμου για τη δυτική κοινωνία που θεωρείται νομικώς και πολιτικώς ίση αλλά είναι οικονομικά και κοινωνικά ιεραρχική δεν του επιτρέπει βέβαια  να παραδέχεται ότι ένας ολόκληρος κόσμος εξαθλιώνεται. Δεν θέλουν όλοι αυτοί οι δημοκράτες να δείχνουν από τη μια  πως δεν νοιάζονται για αυτούς τους εξαθλιωμένους, αλλά πολύ περισσότερο από την άλλη δεν θέλουν ή δεν τους συμφέρει να εκτίθενται υπερασπίζοντάς τους. Κι έτσι  τελικά επικρατεί η αντίληψη πως οι άνεργοι και πολύ περισσότερο οι εξαθλιωμένοι είναι θύματα μιας  προσωπικής ανικανότητας, που καθιστά τους ίδιους υπεύθυνους, και  μιας φυσικής ανισότητας  και γι’  αυτό ακατανίκητης εξίσου με τις θεομηνίες κι άλλες φυσικές καταστροφές.
Γιατί πάντα  η ηθικολογούσα υποκρισία που επιδεικνύει λύπη για την αθλιότητα του αδυνάτου και η δημαγωγική υπεραπλούστευση της ρητορικής της κυρίαρχης τάξης και των παρατρεχάμενων της ενδύεται τον επιστημονικό ή πολιτικό λόγο για να πείσει.  Αποπολιτικοποιεί τα κοινωνικά και θέτει με προσωπικούς όρους τα πολιτικά προβλήματα.
Σ’ αυτόν τον αόρατο κόσμο, τον αφανή και εξαθλιωμένο περιλαμβάνονται  και οι πρόσφυγες και μετανάστες που έρχονται στο  προσκήνιο μόνο γιατί είναι τόσο  πολλοί και τους  χρησιμοποιούν  στο πιγκ πογκ της πολιτικής.  
Και  εξαπολύει ο τομεάρχης της Ν.Δ Μ. Βαρβιτσιώτης  επίθεση στην κυβέρνηση και τον υπουργό Γ. Μουζάλα κάνοντας λόγο για «άθλιες συνθήκες» στον άτυπο προσφυγικό καταυλισμό στο χώρο του πρώην αεροδρομίου στο Ελληνικό, και  ξεσηκώνεται στα ΜΜΕ γενική  κατακραυγή για το βίντεο με σκηνές προσφύγων  θαμμένες στο χιόνι, και  Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα σε τουίτερ τους αναρωτιούνται ποιο στοίχημα κερδήθηκε «μετά από ένα χρόνο και αρκετά εκατομμύρια» και ο υπουργός Γ. Μουζάλας υπογραμμίζει ότι ««κανείς δεν έχει πεθάνει από το ψύχος»
Όλων οι ρόλοι προσαρμοσμένοι στις ανάγκες του καπιταλισμού για κέρδος, επενδύσεις, κυριαρχία, μετατρέποντας τον ανθρώπινο πόνο, αδυναμία κι εξαθλίωση σε πηγή κέρδους παντός είδους.

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

ΦΤΩΧΕΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΦΘΟΝΙΑ



Ζώντας σε  μια εποχή υπαρκτής αφθονίας, αφού η αναπτυγμένη τεχνολογία έχει δημιουργήσει τα μέσα για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών όλων των ανθρώπων, δεν έχουν σταματήσει οι ευχές και συμβουλές για υπομονή και ανοχή των δεινών, της σκληρότητας, του παραλογισμού και της αδικίας του καπιταλιστικού συστήματος,  γιατί δήθεν η αποτελεσματική λειτουργία του συνεπάγεται όλα αυτά, αλλά επίσης κι ένα τεράστιο δυναμικό παραγωγής που είναι προσιτό σ’ όποιον έχει τις ικανότητες. Κι εξάλλου μέσα σ’  αυτό το σύστημα πάντα δίνονται ευκαιρίες για ανακούφιση από τα δεινά και βοήθεια για εξασφάλιση της επιβίωσης.
               Αυτή η αντίληψη αντανακλάται και στα εορταστικά μηνύματα των πολιτικών μας εκπροσώπων αυτές τις μέρες. Το κυβερνητικό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ άλλων χαρακτηρίζει τιτάνιο το έργο   της κοινωνικής και οικονομικής ανασυγκρότησης, θέτοντας στο επίκεντρο τις αγωνίες και τις ανάγκες των εργαζομένων και βεβαιώνει ότι έγιναν ορατά τα πρώτα θετικά αποτελέσματα μεταξύ των άλλων στην προστασία των αδυνάτων και στην ανασυγκρότηση του δημοσίου τομέα και ιδίως του κοινωνικού κράτους. Ο πρωθυπουργός διαβεβαιώνει πως για τους συμπολίτες που δεν μπορούν να γιορτάσουν όπως οι υπόλοιποι πρωτίστως «γι αυτούς δίνουμε τη μάχη για να βγει η χώρα από τον ασφυκτικό κλοιό των μνημονίων και της επιτροπείας», ενώ ο πρόεδρος της Δημοκρατίας  εύχεται ευαισθητοποίηση των εταίρων ώστε να αλλάξει η εφαρμοζόμενη και εν πολλοίς αδιέξοδη συγκεκριμένη πολιτική λιτότητας». Και σε εφαρμογή όλων αυτών των ευχών και υποσχέσεων για ανακούφιση των ασθενεστέρων ο υπουργός  Σπίρτζης έχει  δώσει  εντολή να παραμείνουν ανοιχτοί σταθμοί του Μετρό για τη φιλοξενία των αστέγων που θα θελήσουν να προστατευτούν από το δριμύ ψύχος, ενώ η Περιφέρεια Αττικής θα συνδράμει προσφέροντας διάφορα είδη πρώτης ανάγκης (σλίπινγκ μπανγκ, γάντια, παπούτσια, ξηρούς καρπούς κ.ά.)
                Όλα αυτά τα μηνύματα που ...αποκαλύπτουν τα τρωτά και ανάλγητα του συστήματος που οι ίδιοι υπηρετούν, δεν κάνουν τίποτε άλλο όμως, ακόμα κι όταν στρέφουν την κριτική εναντίον του, παρά να το επαινούν. Κάθε κατηγορία είναι ένας έμμεσος τρόπος επαίνου του συστήματος, παραχωρώντας μάλιστα στον εαυτό τους το προνόμιο να το κρίνουν χωρίς όμως η κριτική τους να πηγαίνει μακριά. Την τυλίγουν με λιβανωτούς,  μόνο και μόνο για να βγουν αρωματισμένοι οι ίδιοι και ο καπιταλισμός, που και βέβαια μπορεί να διατηρηθεί  αρκεί να απαλειφθούν όλα τα κακά του. Κι έτσι να συνηθίζουμε να δεχόμαστε τα πράγματα σα μια τάξη φαινομένων που ρυθμίζεται από νόμους, αφού μια φορά και για πάντα πήραν τη θέση τους στη ζωή. Η φτώχεια θεραπεύεται με κουπόνια, η εξαθλίωση με τα λίγα τετραγωνικά στρωσιδιών στο υπόγειο μετρό.
               Μόνο που αυτή η φτώχεια και δυστυχία μέσα σ’ ένα κόσμο λανθάνουσας αφθονίας για να εξαλειφθεί  πρέπει να συνειδητοποιήσουμε  τι συμβαίνει στην κοινωνία, σ’  αυτό το μωσαϊκό με τα πολυτελή σπίτια και τα παγκάκια που χρησιμοποιούνται για υπνωτήρια, με τις επιχειρήσεις και την ανεργία, τους νόμους και τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης κλπ., να μην βλέπουμε τις ταξικές συγκρούσεις σαν μηχανορραφίες επικίνδυνων υπονομευτών εθνικών συμφερόντων.
               Το ουσιαστικό είναι να ξεκινήσουμε από την κοινωνική πραγματικότητα, την απλή υλική παραγωγή της ζωής και όχι από αφηρημένες κατηγορίες, αυτοδιαλυόμενες ιδέες. Αυτή την φτώχεια που βιώνουμε δεν αρκεί να ρίξουμε την αιτία της στο σύστημα γενικώς και αορίστως, ούτε να διακηρύξουμε απλώς πως η βελτίωση του συστήματος είναι η απάντηση, αλλά να κατανοήσουμε τι ακριβώς είναι  η αιτία αυτού το οικονομικού αδιεξόδου εν μέσω τέτοιας αφθονίας, να συνειδητοποιήσουμε πως αυτές οι αντιφάσεις μέσα στον καπιταλισμό είναι έμφυτες και δεν θεραπεύονται. Δεν αρκεί καθόλου μια γενική καταδίκη του συστήματος, ούτε οι προσωπικές ή κοινωνικές κακίες ή σκληρότητες είναι οι αιτίες για τη φτώχεια και την εξαθλίωση, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση η απάντηση θα ήταν ένα κήρυγμα για την ευσπλαχνία του θεού ή τη θεία χάρη που φωτίζει τους ανθρώπους –και τότε ο Σώρρας και κάθε Σώρρας βρίσκει πεδίο απεριόριστο να μοιράσει ελπίδες και να παραπλανήσει με μια αδιανόητη απλοϊκή απατεωνιά  που γίνεται πιστευτή.
 Πρέπει επιτέλους να αναρωτηθούμε για τις λειτουργίες των νόμων της καπιταλιστικής αγοράς που αντί να απελευθερώνουν παρεμποδίζουν τις απεριόριστες δυνατότητες που έχουμε στη διάθεσή μας. Η βασική αρχή της καπιταλιστικής οικονομίας, όλοι οι άνθρωποι να γυρεύουν το μέγιστο χρηματικό κέρδος και τη μέγιστη δυνατή ελευθερία δράσης για να επιτύχουν το σκοπό τους, είναι που απειλεί τους εργάτες με εξόντωση τη στιγμή που εμφανίζεται απεριόριστος πλούτος. Κι έτσι τα αιτήματα και οι διεκδικήσεις της εργατικής τάξης φαίνονται για τους καπιταλιστές σαν απειλή, ενώ οι μισθολογικές απαιτήσεις και οι απεργίες κίνδυνος για την οικονομία.
               Καμιά ανθρωπιστική δράση που αναλαμβάνει μια σειρά από  βελτιωτικές μεταρρυθμίσεις για να ικανοποιηθούν στοιχειώδεις απαιτήσεις της ζωής, αμβλύνοντας τις χειρότερες συνέπειες δεν θα σταματήσει το κακό σε τεράστια κλίμακα, ενώ το δυναμικό της καπιταλιστικής παραγωγής παρά την απελπιστική ανθρώπινη ανάγκη δεν θα χρησιμοποιείται ολόκληρο. Ο καπιταλισμός δεν αντιπροσωπεύει την τελική κι απόλυτη δομή οργάνωσης της παραγωγής, κι  όλα όσα φαίνονται  αδύνατα μέσα στα όρια των κανόνων του μπορούν να γίνουν δυνατά αν αλλαχτούν οι κανόνες. Η προσπάθεια που έγινε στην ΕΣΣΔ το αποδεικνύει και η κατάρρευσή της δεν είναι αποτυχία αλλά ανατροπή.  
               Είναι καιρός πια να συνειδητοποιήσουμε ότι η φτώχεια μέσα στην αφθονία δεν είναι πρόβλημα άλυτο, ότι είναι το οικονομικό σύστημα, το καπιταλιστικό, στο οποίο οι  εργάτες αποτελούν εμπόρευμα και όπου κινητήρια δύναμη είναι  το κέρδος  που την προκαλεί, για να σταματήσουμε να αρκούμαστε σε υποσχέσεις και φιλανθρωπίες.