Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΑ



Την  πρώτη βδομάδα της «πρώτη φορά κυβέρνησης της αριστεράς» και τα θεατρικά δρώμενα και τα λόγια και  οι εξαγγελίες έχουν περισσέψει. Συμπληρωματικά,  οι συμβολισμοί γίνεται μεγάλη προσπάθεια, διατηρώντας κι ένα άρωμα παλιάς επαναστατικότητας,  να προσαρμοστούν στην σημερινή πραγματικότητα και καταλήγουν σε ενδυματολογικές προτάσεις, από την απουσία γραβάτας του πρωθυπουργού Α. Τσίπρα μέχρι τα σακίδια του υπουργού Οικονομικών Γ. Βαρουφάκη ή  μονόπρακτα μπροστά σε μικρόφωνα και δημοσιογράφους.
               Ο πρωθυπουργός στην ομιλία του, κατά τη συνεδρίαση του πρώτου υπουργικού συμβουλίου, ανάμεσα στις τέσσερις προτεραιότητες που ανέφερε ήταν η αντιμετώπιση της «ανθρωπιστικής κρίσης» και η σύγκρουση με το κατεστημένο δεκαετιών σε όλα τα επίπεδα. Και οι δυο προτεραιότητες προσπαθούν να ισορροπήσουν έναν ριζοσπαστικό λόγο με την νομιμοποίηση  των πολιτικών επιλογών που ήδη έχουν εφαρμοστεί, αμβλύνοντας τις συνέπειές τους.
               Η «πρώτη φορά κυβέρνηση της αριστεράς» εξαγγέλλει σύγκρουση «με ένα κατεστημένο δεκαετιών» και σίγουρα ένα μεγάλο τμήμα  του εκλογικού σώματος  το ακούει ευχάριστα, γιατί ακριβώς πιστεύει ότι οι αλλαγές, και προς όφελος του μάλιστα,  σε πολιτικοοικονομικές δομές πραγματοποιούνται στο επίπεδο της διαπλοκής σχέσεων, συμφερόντων και διασυνδέσεων του ηγετικού στρώματος. Σαν απλώς  να  υπάρχουν  ομάδες εξουσίας αποκομμένες από τις συνολικές κοινωνικές διαδικασίες που να επιβάλλονται ανεξάρτητα από ταξικά συμφέροντα, σαν να μην είναι πυρήνας του κατεστημένου τα οικονομικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Η έννοια του  κατεστημένου με την απροσδιοριστία του υποκαθιστά και αμβλύνει την έννοια της κυρίαρχης τάξης και συνεπώς  τοποθετείται  το πρόβλημα της οικονομικοπολιτικής κυριαρχίας κάτω από ένα τέτοιο πρίσμα, όπου τονίζονται τα υποκειμενικά στοιχεία των μεταβαλλόμενων διασυνδέσεων ανάμεσα στα  μέλη των κυρίαρχων οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων και υποβαθμίζονται οι αντικειμενικοί  παράγοντες της ταξικής τους ταύτισης, λες και η κοινωνία μας είναι ταξικά αδιαφοροποίητη. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για κατεστημένο δεκαετιών η «για πρώτη φορά κυβέρνηση της αριστεράς» εντοπίζει το πρόβλημα  σε κάποιες ιδιαίτερες επιμέρους ομάδες στων οποίων τα συμφέροντα και τις  συμπεριφορές χρεώνονται πολιτικές επιλογές που αποδοκιμάστηκαν από μεγάλη πλειοψηφία. Μόνο που τα  επίπεδα λειτουργίας αυτού που ονομάζεται κατεστημένο είναι πολλά και εμφανίζονται έντονες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, που μπορεί να δείχνουν ακόμα και ανταγωνιστικότητα και σχετική αυτοτέλεια, όμως στη τελική αλληλοσυμπληρώνονται και εναρμονίζονται, εξασφαλίζοντας έτσι στο κυρίαρχο σύστημα τις απαραίτητες για την επιβίωσή του ελαστικότητες, ανοχές και προσαρμοστικότητες. Κι έτσι μπορεί πολλές φορές να φαίνονται πως έρχονται σε αντιπαλότητα το εκκλησιαστικό και πολιτικό κατεστημένο όμως πάντα είναι τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης που προσδιορίζουν τα βασικά στοιχεία σε επίπεδο  πολιτικό, ιδεολογικό κλπ μέσα στα οποία λειτουργούν στο δεδομένο  αστικό σύστημα. Κι επειδή κάθε σύστημα προσαρμόζεται  και μεταβάλλεται στα επιμέρους,  ως ένα βαθμό,  σταδιακά είναι φυσικό μια ορισμένη ομάδα του κατεστημένου π.χ. πανεπιστημιακό να συλλαμβάνει κάποιες αλλαγές που πρέπει να γίνουν για την ίδια την επιβίωσή του κυρίαρχου συστήματος  πολλές φορές νωρίτερα από άλλες. Και σίγουρα αυτές οι αλλαγές δεν θίγουν τον βασικό του πυρήνα, που είναι τα κυρίαρχα οικονομικοκοινωνικά συμφέροντα. Παραβίαση ανοικτών θυρών λοιπόν είναι και ο πολιτικός όρκος και διάφορες προτάσεις για τη θέση της εκκλησίας  και άλλες τέτοιες συναφείς θέσεις που μοιάζει για εσκεμμένη  μετάθεση του κέντρου βάρους της αντίθεσης από το ταξικό στο επίπεδο της υπερδομής, με παλιούς μάλιστα όρους σύγκρουσης, ή στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων και ταυτίσεων συμφερόντων.
               Ταυτόχρονα όταν  χρεώνονται οι  συνέπειες των κυρίαρχων πολιτικών  σε επιμέρους ομάδες  ή κατεστημένα τα αστικά συμφέροντα μένουν στο απυρόβλητο και συνεχίζουν να ταυτίζονται με τα γενικά συμφέροντα και με την ίδια την ανθρώπινη λογική. Η αστική τάξη μπαίνει στη θέση της ανθρωπότητας, ο αστός γίνεται απλά ο άνθρωπος. Και πολύ εύκολα οι συνέπειες των πολιτικών επιλογών που εξυπηρετούν τα αστικά συμφέροντα βαφτίζονται ανθρωπιστική κρίση ακόμα και σε διαφοροποίηση με τον ορισμό που δίνεται από τη Γενική Διεύθυνση Ανθρωπιστικής Βοήθειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
«Ανθρωπιστική κρίση υπάρχει όταν η ζωή ολόκληρων πληθυσμών βρίσκεται σε κίνδυνο, είτε από φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πλημμύρες, ξηρασίες, επιδημίες …), είτε από καταστροφές που προκάλεσε ο άνθρωπος (συγκρούσεις, πόλεμοι…), όταν οι ζωτικές ανάγκες δεν εξασφαλίζονται και η χώρα τους δεν έχει ή δεν έχει πια τα μέσα για να τους βοηθήσει»
               Βαφτίζοντας κρίση ανθρωπιστική τις συνέπειες της καπιταλιστικής επίθεσης  δεν ενοχοποιείται ο καπιταλισμός για την εξαθλίωση, αφού αποσυνδέεται απ’  αυτόν και αντιμετωπίζεται σαν φυσικό φαινόμενο. Ο καπιταλισμός  μπορεί μόνο να μεταρρυθμιστεί όχι βέβαια να ανατραπεί. Γι’ αυτό επιδιώκεται  να μην αμφισβητηθεί η ταύτιση της αστικής θεωρίας με την ανθρωπολογία, της κυρίαρχης τάξης με την ανθρωπότητα, η πεποίθηση  ότι η αστική τάξη είναι συνήγορος όλης της ανθρωπότητας,  ότι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα έχει καθολικό κύρος και ισχύ για όλη την κοινωνία.  Επομένως θεωρίες που δεν συμφωνούν με την αστική, λόγω της αξίωσής της για καθολικότητα,   δεν είναι δυνατόν παρά να είναι εσφαλμένες. Κι έτσι απαξιώνεται κάθε προσπάθεια για ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής.  Η  κρατική  εξουσία δίνει την εντύπωση της ουδετερότητας, ενώ   και οι κοινωνικές συγκρούσεις δεν χρεώνονται στον καπιταλισμό, αλλά στις ομάδες συμφερόντων που διαμορφώνονται στη βάση ατόμων με ποικίλες και αλληλοσυγκρουόμενες ανάγκες, αξίες και στόχους που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τον επηρεασμό κι έλεγχο της κρατικής εξουσίας.
               Κι έτσι μόνο  μεταθέτοντας το κέντρο βάρους της προβληματικής και της γωνιάς παρατήρησης  ανακαλύπτει κανείς μαζί με τους δημοσιογράφους  στο σκηνικό ρήξης μεταξύ Βαρουφάκη-Ντάισεμπλουμ που αποτυπώθηκε  στον ενδυματολογικό κώδικα, στη γλώσσα του σώματος, στις δηλώσεις μια μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στην «πρώτη φορά  κυβέρνηση της αριστεράς» και τον επικεφαλής του Eurogroup. Και η επανάσταση ξεκινά με την άρνηση συνεργασίας με την τρόϊκα.   Κι έτσι  η εξαθλίωση της εργατικής τάξης αποσυνδέεται από την καπιταλιστική οικονομία και χρεώνεται στην μειωμένη ηθική ή λογική ατόμων πολιτικών  και τεχνοκρατών ή επιχειρηματιών.  

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

ΜΕΤΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ



Την επόμενη των εκλογών με τη νίκη στις εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όχι την αυτοδυναμία του, ορκίζεται, με πολιτικό όρκο, ο αρχηγός της Α. Τσίπρας πρωθυπουργός, σχηματίζοντας κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ (που στο καταστατικό τους περιλαμβάνεται η  «Διαφύλαξη της Ορθοδοξίας, αναγνωρίζοντας την προσφορά της στο Έθνος»). Ο νέος πρωθυπουργός   μετά το προεδρικό μέγαρο μεταβαίνει στο μνημείο πεσόντων στην Καισαριανή για να αποτίσει φόρο τιμής στους εκτελεσθέντες του Σκοπευτηρίου, όπου πολίτες τον χειροκροτούν φωνάζοντας συνθήματα για τον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Συμπέρασμα,  όταν μεταβάλλονται οι κοινωνικές συνθήκες μια σειρά από δευτερεύοντα πια  ιδεολογικά στοιχεία φθίνουν και ατονούν, ακριβώς για να εξακολουθεί να λειτουργεί  ο σκληρός πυρήνας  των ενσταλαγμένων από την κυρίαρχη ιδεολογία αντιλήψεων.
               Από τις εκλογές του 2012 η αναδειχθείσα αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ άσκησε ένα δημόσιο λόγο που στηριζόταν στην αναπαράσταση ενός προτύπου, ενός ιδεώδους, δικαιωμένου στο συλλογικό υποσυνείδητο των λαϊκών στρωμάτων, του κομμουνιστικού, όπως εκφράστηκε στη ματωμένη δεκαετία του ’40. Μ΄ αυτήν την αναπαράσταση δημιούργησε ελπίδες για ανατροπή της τωρινής πολιτικοοικονομικής κατάστασης, χωρίς όμως να θιγεί καμιά σταθερά του συστήματος. Και είναι αξιοπερίεργο πως σαράντα χρόνια από τη μεταπολίτευση το είδωλο του παρελθόντος που κατασκευάστηκε συστηματικά με την επιλεκτική ανάγνωση της ιστορίας από το ΠΑΣΟΚ αντέχει ακόμα, έστω και χωρίς εκείνη την προ τριακονταετίας ορμή του. Ξανά και ξανά κινητοποιείται μια παραφθαρμένη μνήμη  σχετικά με την πάλη του ελληνικού λαού για να γίνουν αποδεκτές  επιλογές τωρινές που επιτρέπουν την ψευδαίσθηση, σε ένα συμβολικό επίπεδο, της επανάληψής της. Η μίμηση ενός ριζοσπαστικού λόγου μετατρέπει σε θέατρο τον πολιτικό αγώνα με την απαίτηση της εμπλοκής όλων  σε ψευδαισθήσεις που θεμελιώνουν ένα ιδεολογικό φανταστικό. Μ’ αυτόν τον τρόπο αποκρύπτεται το πραγματικό περιεχόμενο των σύγχρονων πολιτικών δράσεων κι επιδιώκεται να διατηρηθεί το πάθος τους, αποπροσανατολισμένο όμως,  σχετικά ψηλά, αντλώντας ένταση από την παραπομπή στο ιστορικό παρελθόν.
               ¨Ολος ο προεκλογικός αγώνας κινήθηκε από τη μεριά της Ν.Δ στην κινητοποίηση του φόβου για τους κομμουνιστές, γνωρίζοντας πως αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματική ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ, ενισχύοντας όμως έτσι την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να καταλάβει εκλογικά και το χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ είχε το πρότυπο του ΠΑΣΟΚ του ’80 για να κινηθεί καλλιεργώντας κοινωνικές και πολιτικές προσδοκίες, χωρίς όμως να φοβίσει με ρήξεις και συγκρούσεις. Τα δυο χαρακτηριστικά της πολιτικής του έχουν εντοπιστεί ήδη στην προεκλογική του εκστρατεία. Απόκρυψη της πραγματικότητας που δηλώνεται  μεν  σαν δύσκολη, σκληρή κλπ. αλλά γίνεται θολά αντιληπτή κρυμμένη πίσω από το μοντέλο που επιστρατεύτηκε, μιας αόριστης σύγκρουσης και συμβολικής πάλης που παραπέμπει  γενικά σε αγώνες λαϊκούς, προσαρμοσμένους βέβαια στα μέτρα μας, κι από την άλλη συντήρηση της αποδοχής και της κατάφασης στις επιλογές και τις δράσεις του  με το να εξυμνούνται σαν νέοι αγώνες συνέχεια των παλιών οι ενέργειές του και να εκθειάζονται εξιδανικεύοντας τα και μετουσιώνοντάς  τα καθήκοντα των νέων κυβερνώντων. Η επίσκεψη του Α. Τσίπρα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής είναι ενδεικτική γι’  αυτό. Μεταμφιέζεται το παρόν με προσωπεία από το παρελθόν κι είναι αυτός ένας τρόπος για να πάρουν φανταστικοί αγώνες τη θέση των πραγματικών.
               Εξάλλου, σε όλη την τελευταία πενταετία των μνημονίων δεν  έλειψαν οι προτάσεις και οι υποσχέσεις για οργάνωση αγώνων στο πρότυπο του ΕΑΜ, από τον  Α. Τσίπρα που έχει δηλώσει ότι  «Από ιστορική άποψη, μας εμπνέει  το παράδειγμα του ΕΑΜ» μέχρι  και από δεξιούς σχηματισμούς όπως του Π. Καμένου που μιλούσε στα πρώτα χρόνια της κρίσης για κοινό εκλογικό μέτωπο των αντιμνημονιακών για «ένα μέτωπο αντίστασης, ένα νέο ΕΑΜ». Κι αυτή η πρόθεση για  ιστορική επανάληψη που διακηρύττεται καταλαμβάνοντας τη θέση του πρωτότυπου αγώνα και δίνοντας εγγυήσεις για την ορθή και πιστή αντιγραφή του, δεν οδηγεί παρά στον εκφυλισμό και στην εκμηδένιση κάθε πνεύματος αντίστασης. Η οικειοποίηση του  αγωνιστικού παρελθόντος και η επίκληση της αριστεράς ιδεολογίας, με τους συνεχείς εκβιασμούς μάλιστα του ΚΚΕ να συμμετάσχει σε κυβερνητικά σχήματα, από ένα μεγάλο φάσμα πολιτικών δυνάμεων του αστικού κόσμου δεν είναι παρά ένας τρόπος να   εξουδετερώνονται οι αντίπαλοί  του και να διευρύνεται  ο χώρος δράσης του και επιρροής του.
               Γιατί το οικονομικοπολιτικό σύστημα κυριαρχίας έχει τη ελαστικότητα να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες όταν δεν  θίγονται  οι βασικές δομές του. Η απορροφητικότητά του  και η ικανότητα ένταξης και αφομοίωσης στοιχείων έξω από τις τάξεις του είναι αξιοσημείωτη για να φοβηθεί συμβολισμούς και λεκτικές ακροβασίες …αριστερού χρωματισμού.
 Ίσως η επιτομή αυτής της ικανότητας του συστήματος να αποτυπώνεται  από τη μια στη συνέντευξη της Γ. Αγγελοπούλου στον alpha και από την άλλη στη φωτογραφία που κυκλοφόρησε της κατοικίας του Α. Τσίπρα στην Κυψέλη. Η Γ. Αγγελοπούλου, μια μικροαστή από την Κρήτη που με τις κατάλληλες προσωπικές διασυνδέσεις κατάφερε να εισβάλλει στη μεγαλοαστική τάξης της χώρας από τη μια και ο μικροαστός Α.  Τσίπρας από την άλλη που ακριβώς η μικροαστική του κατοικία προβάλλεται ως εχέγγυο αριστεράς συνείδησης, που εκλέγεται να διαχειριστεί το πολιτικό σύστημα. Η προσφορά της δυνατότητας ανόδου που διαθέτουν οι κυρίαρχες κοινωνικές  δυνάμεις είναι ισχυρότατο όπλο για την ισοπέδωση των  αντιθέσεων. Ο λόγος της Αγγελοπούλου, με αυτοκρατορικό ύφος ίσως στα όρια της αφέλειας, μεταμφιέζεται σε αριστερό θέλοντας να δείξει ριζικά μετασχηματισμένο τον εαυτό της και ό,τι εκπροσωπεί, χρησιμοποιώντας αριστερές αοριστολογίες, με τη μορφή του προοδευτικού που εντοπίζεται στη σύγκρουση παλιού με νέου.  Ο αριστερός λόγος του Α. Τσίπρα πάλι επιστρατεύεται για να πλαισιώσει και να στηρίξει τις θεμελιακές δομές του συστήματος.
Και κάπως έτσι εξαφανίζονται από τη οπτική των εξαθλιωμένων εργαζομένων οι ταξικές συγκρούσεις  και αποσπάται η συναίνεσή τους, για να έρθει η ελπίδα

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

ΣΤΟ ΚΕΝΟ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ



Όλα αυτά τα χρόνια δεν βρισκόμαστε απλώς σε κρίση αλλά σε κρίσιμη κατάσταση. Διαπαιδαγωγημένοι όπως είμαστε να επαφιόμαστε στις καλές προθέσεις και διαθέσεις των κυρίαρχων της εξουσίας  και αντιπροσώπων τους πέφτουμε στην παγίδα  των εγγυήσεων για την επιτυχία, που πρακτικά σημαίνει  στην παγίδα συνταγών γενικής χρήσης για το μέλλον. Κι έτσι ανάγουμε τις ταξικές συγκρούσεις, τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις σε μαθηματικές εξισώσεις με σίγουρο αποτέλεσμα.
               Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτήν τη εποχή παρουσιάζεται ως ο πολιτικός φορέας που συνδέει τα λαϊκά στρώματα με τις αριστερές ιδέες. Έχοντας σαν προηγούμενο το ΠΑΣΟΚ που είχε εκμεταλλευτεί τον λαϊκό ριζοσπαστισμό της δεκαετίας του ’80 και του έδωσε φτερά να ανέβει στην εξουσία επιδιώκεται η επανάληψή του. Με τις εκλογές του ’81 τα οράματα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας περιορίστηκαν στο μετασχηματισμό «του γιου του κολίγα » σε αστό. Με τις αυριανές εκλογές είναι "ο γιος του κολίγα" και ο εγγονός του που αισιοδοξούν πως δεν θα ξαναγίνουν κολίγοι,  ελπίζοντας ότι μετά τις εκλογές  δεν θα είναι τεράστιο  το χάσμα που χωρίζει τις υποσχέσεις   από την πραγματικότητα, όπως δίνει δείγματα γραφής ότι θα τη διαχειριστεί ο ΣΥΡΙΖΑ.
               Όλη αυτή την περίοδο, από τις προηγούμενες εκλογές, οι κυβερνώντες θέτοντας όλα τα  ζητήματα με όρους διλήμματος που αφορούσαν την ΕΕ και τη θέση της χώρας σ’  αυτή επιδίωκαν, και μέχρι ένα σημείο το πετύχαιναν, τη σιωπή και την αδράνεια μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος. Και τώρα στις εκλογές οι μετακινήσεις του εκλογικού σώματος  οφείλονται λιγότερο στον επαναπροσδιορισμό των θέσεων των πολιτικών κομμάτων και κομματιδίων με βάση τη διαμορφωμένη κοινωνική πραγματικότητα  και περισσότερο στην ανταπόκρισή τους  με τη  θέση της ΕΕ σε σχέση με την Ελλάδα. Γι’  αυτό και η αξιωματική αντιπολίτευση που αδημονεί να καταλάβει κυβερνητικές θέσεις ανακαλύπτει την κρυμμένη δυναμική  των αποφάσεων Ντράγκι («Σημαντική απόφαση, την οποία και θα αξιοποιήσει η επόμενη ελληνική κυβέρνηση προς όφελος της χώρας») που της επιτρέπει να υποστηρίξει το βάσιμο των ελπίδων σχετικά με την αποδέσμευση από την πολιτική λιτότητας και την απεμπλοκή της χώρας, σε εύλογο αλλά μη καθορισμένο χρόνο, από μηχανισμούς στήριξης και απροσμέτρητη ύφεση.
               Σε αυτή τη συγκυρία των εκλογών, εκτός από καταγγελίες των οικονομικών μέτρων, ελπίδες για χαλάρωση τους και μια αόριστη ιδέα για μια άλλη ανάπτυξη στα πλαίσια μιας άλλης Ευρώπης όλα βρίσκονται στο σκοτάδι. Η καταγραφή στις δημοσκοπήσεις της υπερψήφισης  του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καταγραφή κάποιου αριστερού ρεύματος που να διατυπώνει στην κοινωνική του κίνηση την πρόθεση για μετασχηματισμό της κοινωνίας. Οι απογοητευμένοι και απελπισμένοι μικρομεσαίοι ανέδειξαν το ΣΥΡΙΖΑ του 4% στον άλλο πόλο, με αριστερές αποχρώσεις, του δικομματικού συστήματος, ένα άλλο καλό ΠΑΣΟΚ.  Στην πραγματικότητα, ιδεολογικά γίνεται προσπάθεια να φάμε από τα έτοιμα, να ξοδευτεί από παλιότερες φάσεις το παραγμένο ιδεολογικό κεφάλαιο. Δεν υπάρχει τώρα κανένα ρεύμα αριστερό ούτε κάν έστω  που να διατυπώνει αιτήματα βελτίωσης της κοινωνικής θέσης, όπως παλιότερα με το ΠΑΣΟΚ. Και δεν είναι κανείς ούτε τόσο αφελής, ούτε τόσο απερίσκεπτα αισιόδοξος που να μη βλέπει ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε κοινωνικό κίνημα που χαράζει ένα νέο κοινωνικό σχέδιο  Αν ξεπεράσουμε τους βερμπαλισμούς και την αριστερή ρητορική δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πως ο κόσμος που έχει αποδεσμευτεί από τη Ν.Δ, περισσότερο απογοητευμένοι,  αποσπασματικά και μόνο αποσπασματικά υιοθετεί απαντήσεις που έρχονται σε αντίθεση με την αστική λογική. Και ο ΣΥΡΙΖΑ περιστασιακά, λεκτικά και  αποσπασματικά και μόνο αποσπασματικά αντικρούει την αστική λογική που συγκροτεί τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο. Χρησιμοποιώντας την αριστερή ρητορική με άρωμα επαναστατικότητας πολλές φορές επικαλούμενο και τον πρότερον κομμουνιστικό βίο πολλών στελεχών του προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την όποια λαϊκή διαθεσιμότητα μεταφράζοντάς τη απλώς σε εκλογική δύναμη που θα του δώσει την κυβέρνηση χωρίς καμιά διάθεση να την μετασχηματίσει σε αντικαπιταλιστική  και σοσιαλιστική συνείδηση, γιατί βεβαίως δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το μετασχηματισμό της κοινωνίας. Στη βαθιά κρίση που περνά η κοινωνία η απάντηση του είναι μια εκδοχή  του αμερικάνικου ονείρου, όλα τα μπορούμε, μήπως και γίνει αποδεκτή πιο ομαλά η μπόρα της ανεργίας, της οικονομικής εξαθλίωσης.
               Από όλα τα κόμματα όλες οι  υποσχέσεις έχουν σίγουρα σαφή χώρο κοινωνικής αναφοράς γενικώς τους εργαζομένους, διανοούμενους, τμήματα των μεσαίων στρωμάτων χωρίς να συγκεκριμενοποιείται  περί τίνος ακριβώς πρόκειται, με το  ΣΥΡΙΖΑ να τονίζει τον προσανατολισμό προς τα αριστερά, αλλά να μην έχει πρόβλημα συνεργασίας ή και ενσωμάτωσης στα ψηφοδέλτιά του κόμματα και πρόσωπα που δηλώνουν  διαφορετικό προσανατολισμό. Και βέβαια διαγράφεται  με μια μονοκοντυλιά το ζήτημα του  ταξικού χαρακτήρα των πολιτικών επιλογών και ούτε βέβαια τίθεται στην πραγματικότητα ζήτημα  αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού του. Κι έτσι  ακυρώνεται στην πράξη κάθε δυνατότητα  προσανατολισμού προς την εργατική τάξη και τους πιθανούς συμμάχους της.  Με το ΣΥΡΙΖΑ και τους συμμάχους του στην εξουσία εξαντλεί η αριστερά τα όριά της. Από την προπολεμική διαίρεση Λαϊκών –Φιλελευθέρων περάσαμε στην μεταπολεμική Αριστερά –Δεξιά που εξαντλείται με την «πρώτη φορά κυβέρνηση αριστερά». Κι αν στην πολιτική εκπροσώπηση ακόμα λειτουργεί αυτό το σχήμα, που …φιλοδοξεί να περιλάβει τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού (ακόμα και τραπεζίτες και μεγαλοεπιχειρηματίες μπορεί να μη απουσιάζουν) στην κοινωνία η ταξική διαίρεση βαθαίνει. Βιώνεται στην καθημερινότητά τους ο διαχωρισμός ανάμεσα σε μικρομεσαίους επιχειρηματίες, όσοι απέμειναν,  και  τους απλήρωτους  εργάτες τους,  ανάμεσα σε  ανώτερους υπάλληλους και τους κατώτερους, ανάμεσα σε  μικρομεσαίους εργολάβους  και άνεργους οικοδόμους κλπ. Διάφορα κοινωνικά στρώματα ελπίζουν να περισώσουν ό,τι τους έχει απομείνει από το μικροαστικό τους status και περιπλανώνται από ΠΑΣΟΚ σε Ν.Δ και ΑΝΕΛ,  μετά ΣΥΡΙΖΑ και ΠΟΤΑΜΙ.  Κι ένα σημαντικό τμήμα αλληθωρίζει προς τη Χ.Α. Και όλοι αυτοί υπόσχονται  μια  έξοδο από την κρίση με προγράμματα που υπαγορεύονται από το νόμο του κέρδους, το νόμο του κεφαλαίου, εφόσον μόνο αν υπάρξει κέρδος θα γίνουν επενδύσεις, κι επομένως πρέπει να μειωθούν τα μεροκάματα κλπ κι ένας ατέλειωτος φαύλος κύκλος.
Κι αν επιδιώκεται περιθωριοποίηση του ΚΚΕ είναι για να  μην οργανωθεί εργατικό κίνημα και να μην τεθεί το ζήτημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας,  ώστε  ο μόνος δρόμος που θα επιβληθεί να  είναι η καπιταλιστική ανασυγκρότηση χωρίς αντίπαλο. Η αγανάκτηση, απογοήτευση, απελπισία των μεγάλων μαζών θα μείνει τότε μια απλή κινητικότητα έωλη στις συνθηματολογίες και εκβιαστικά διλήμματα, θα μείνει μια ψυχολογική προδιάθεση. Και σ’ αυτούς τους μηχανισμούς, και οι εκλογές είναι μέρος τους,  στηρίζονται οι ελπίδες της κυρίαρχης τάξης για επιβίωση του συστήματός της  και αποτροπή της αντίστασης των εργαζομένων και των συνεπειών της
Και γι’ αυτό θα πρέπει να υπερψηφιστεί το ΚΚΕ. Η εκλογική υπερψήφιση του ΚΚΕ είναι ενίσχυση στο κόμμα της εργατικής τάξης, για να εξασφαλιστούν οι αναγκαίες προϋποθέσεις που διασφαλίζουν τη συνοχή, οργάνωση και την προοπτική των κοινωνικών αγώνων.

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

ΥΠΕΡ ΑΣΤΩΝ ΕΚΛΟΓΙΚΟΣ ΑΓΩΝ



Λίγες μέρες από τις εκλογές και η πλειοδοσία σε λύσεις για την καπιταλιστική κρίση από τα αστικά κόμματα καλά κρατεί. Τα κυβερνώντα κόμματα υπεραμύνονται της μέχρι τώρα διακυβέρνησής τους που υποστηρίζουν πως εξασφαλίζει την επιτυχή έξοδο από την κρίση, χωρίς  να θεωρούν ότι απαιτείται περαιτέρω ανάπτυξη και ανάλυση επ’  αυτού. Ο Α. Σαμαράς διαβεβαιώνει ότι «Εμείς προχωρούμε πάντοτε με κριτήριο το έθνος, την πατρίδα, τη θρησκεία και πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον του τόπου» ενώ ο Ε. Βενιζέλος ότι δεν θα αφήσουν το αεροπλάνο με κυβερνήτη τον Α. Τσίπρα «να πάει σε λάθος προορισμό». Και η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ που ετοιμάζεται να κυβερνήσει έχει κάνει την ελπίδα κυρίαρχο σύνθημά της για να πείσει το εκλογικό σώμα να την ψηφίσει, ενώ το ΠΟΤΑΜΙ που οι δημοσκοπήσεις το φέρουν τρίτο κόμμα δεν κρύβει την πρόθεσή του για  συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Κι αν κανείς αναζητήσει  πολιτικά κριτήρια που να ανταποκρίνονται στο μέγεθος των πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε και που  να καθορίζουν τη συμπεριφορά των κομμάτων σ’  αυτές τις εκλογές θα είναι δύσκολο να βρει. Η επίδειξη μιας υποκριτικής και παραπλανητικής εικόνας προθέσεων και επιλογών αποκρύπτει σκοπιμότητες και επιλογές που συμβάλουν σ’ αυτό που είναι ο στόχος, στη συνολική υποταγή όλων των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων στα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Δεν είναι τυχαίο που όταν γίνεται λόγος  για την επόμενη μέρα των εκλογών η διαμόρφωση μιας συμμαχικής κυβέρνησης αναζητείται μεταξύ αυτών, του συνόλου δηλ. των αστικών κομμάτων, που γενικώς επαγγέλλονται βελτίωση των όρων ζωής, όχι σύμφωνα με οποιαδήποτε ταυτότητα με βάση την τάξη, αλλά σύμφωνα με την υπόσχεση μιας  άλλης πολιτικής. Και εδώ έρχεται η ελπίδα, το κεντρικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ. Όλοι μπορούμε  να ελπίζουμε τα πάντα μέχρι την ημέρα των εκλογών. Κι αυτό το πάντα περιλαμβάνει την ελπίδα των πιο συντηρητικών ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι έγκυρος διαχειριστής  της στρατηγικής του καπιταλισμού αλλά και των αριστερών  ότι μπορεί να είναι  έγκυρος διαχειριστής και των οραμάτων της αριστεράς.
Συνεπώς, επειδή  λόγω κρίσης η  παρατεταμένη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος και ιδιαίτερα  της μικροαστικής  τάξης  στα παραδοσιακά αστικά κόμματα έχει διαρραγεί και επιπλέον επειδή φοβίζει η πιθανότητα ριζοσπαστικοποίησης μεγάλου μέρους και των μικροαστικών στρωμάτων προκρίνεται πως ο εγκλωβισμός τους σε μια κυβέρνηση της αριστεράς  μπορεί να μπλοκάρει την ανάπτυξη μαζικού  κινήματος. Καθώς η  καπιταλιστική κρίση πάντα υπάρχει κίνδυνος να πυροδοτήσει  ταξικές συγκρούσεις και άνοδο του λαϊκού κινήματος, μετά τις ποικίλες ανακατατάξεις στα αστικά κόμματα σ’ αυτήν την πενταετία, σ’ ένα επόμενο στάδιο γίνεται έκδηλη και αναγκαία, από τη σκοπιά του κεφαλαίου,  η δημιουργία μιας  εναλλακτικής λύσης στηριγμένης αυτή τη φορά  στη δυναμική των λαϊκών αγώνων. Σ’  αυτούς του χειρισμούς ο ΣΥΡΙΖΑ αναλαμβάνει τον κεντρικότερο ρόλο. Η δημιουργία κυβέρνησης της Αριστεράς απέναντι στο λαϊκό κίνημα παίρνει τη μορφή ρεαλιστικής πρότασης εξουσίας. Καθώς μάλιστα το ΚΚΕ έχει πολιτική δύναμη που αντλείται από τη σχέση εκπροσώπησης που διαθέτει με τις ταξικές δυνάμεις και έχει τη δυνατότητα να οργανώσει σε ταξική βάση και να προσανατολίσει  το λαϊκό κίνημα σε αντικαπιταλιστική προοπτική η επίμονη πρόσκλησή του από το ΣΥΡΙΖΑ σε συγκυβέρνηση έχει απώτερο στόχο να βοηθήσει στη σταθερότητα και την ανάρρωση του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος, απορροφώντας τις ρωγμές από την άνοδο των ταξικών αγώνων και αποτρέποντας της διατάραξη του συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων εις  όφελος του κεφαλαίου.
Όπως στη δεκαετία του ’80 φαινόταν πως το ρεαλιστικό ήταν ότι η Αριστερά μπορούσε να επιβάλλει την εναλλακτική λύση στο καπιταλιστικό σύστημα και μια κυβέρνηση της αριστεράς θεωρούνταν η απάντηση και το επιστέγασμα του δυναμικού των ταξικών αγώνων. Οι κυβερνήσεις όμως της αριστεράς –σοσιαλιστική κυβέρνηση στη Γαλλία με συμμετοχή των κομμουνιστών, ιστορικός συμβιβασμός στην Ιταλία, σοσιαλιστικό κόμμα στην Ισπανία, αλλαγή στην Ελλάδα –με  τις μεταρρυθμίσεις τους  δεν  άνοιξαν το δρόμο για το σοσιαλισμό.  Ενσάρκωσαν τις ελπίδες πολλών δεκαετιών των αγωνιστών της αριστεράς που πίστεψαν  στην  ειρηνική μετάβαση στο σοσιαλισμό μέσα από το μετασχηματισμένο αστικό κράτος, σαν να μην υπήρχε αστική τάξη που θα πάλευε για τα προνόμια της, σαν να  ήταν δυνατό να υπάρξει νίκη της εργατικής τάξης χωρίς αγώνα και σύγκρουση. Η εμπειρία έδειξε πως οι μηχανισμοί του αστικού κράτους  παρά τους οποιουσδήποτε μετασχηματισμούς τους δεν αναπαράγουν τελικά παρά τους όρους της καπιταλιστικής κυριαρχίας.  Μετά λοιπόν απ’  αυτή την εμπειρία πώς μπορεί να γίνει πιστευτή η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ σε μια εποχή μάλιστα σφοδρής καπιταλιστικής επίθεσης;
Εξάλλου και το  κυβερνητικό πρόγραμμα της αριστερής κυβέρνησης, κι αυτό όπως και της δεξιάς, δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη και αναδιάρθρωση του καπιταλισμού με τις  μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες μάλιστα  να  εκπορεύονται από τα κυρίαρχα καπιταλιστικά κέντρα. Μπροστά λοιπόν στην ανάγκη της γρήγορης εξόδου από την κρίση, όσο η Αριστερά βρίσκεται στην Κυβέρνηση, κάθε χειροτέρευση των δεικτών της οικονομικής ανάπτυξης θα έχει σαν αποτέλεσμα στροφή προς συντηρητικότερες κατευθύνσεις και εγκατάλειψη κάθε πίστης σε αριστερές εξαγγελίες. Και θα είναι τότε η  «σοβαρότερη» Χρυσή Αυγή η επόμενη εναλλακτική λύση του συστήματος.  
 Κι αν υποστηρίζεται η υπερψήφιση του ΚΚΕ δεν είναι για να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση που θα διαχειριστεί την κρίση  τιθασεύοντας το εργατικό κίνημα προς όφελος του κεφαλαίου, όπως έδειξε η προηγούμενη εμπειρία, αλλά για να αναδειχτεί πως η καπιταλιστική κρίση δημιουργεί  δυνατότητες εκλογικών νικών των κομμουνιστών όχι για να συμμετέχουν σε κυβέρνηση αστική αλλά για όξυνση  της ταξικής πάλης. Αν η καπιταλιστική κρίση γίνει φάση όξυνσης των ταξικών συγκρούσεων και της κρίσης της αστικής εξουσίας με πρωτοβουλία των πολιτικών δυνάμεων του κομμουνισμού και όχι φάση εξισορρόπησης της ταξικής πάλης, φάση που μπορεί να προετοιμαστεί η εργατική τάξη με καλύτερους όρους  τότε οι δυνατότητες της τελικής επικράτησης είναι μεγαλύτερες. Οι εκλογές δεν είναι  η κεντρική σύγκρουση, είναι η συγκυρία που μπορεί να επαναβεβαιώσει πως αυτή η σύγκρουση προετοιμάζεται και οργανώνεται για να είναι νικηφόρα για την εργατική τάξη.
Η μήπως αρνούμενοι να δούμε την ταξική σύγκρουση αναθέτουμε ακόμα και την επιβίωσή μας στις καλές διαθέσεις της κυρίαρχης τάξης και των εκπροσώπων της;