Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Déjà vu;



Μέσα στη δίνη της προεκλογικής περιόδου με τις πιέσεις, αναμοχλεύσεις παθών και τα ωμά διλήμματα ένας ολόκληρος κόσμος της εργασίας και ανεργίας βρίσκεται αντιμέτωπος  με το ερώτημα της ψήφου  σ’  αυτές τις εκλογές. Η άγρια καπιταλιστική επίθεση, η ύφεση του εργατικού κινήματος, η προσπάθεια απομόνωσης των εργατικών κινητοποιήσεων, οι ήττες των απεργιών, το κλίμα φόβου και συντηρητισμού θέλουν να αφήσουν αυτόν τον κόσμο εξατομικοποιημένο, απομονωμένο, ευάλωτο  στους εκλογικούς εκβιασμούς και τα ισοπεδωτικά διλήμματα.
Ακούγοντας μάλιστα τον προεκλογικό λόγο των δυο αντιπάλων, Ν. Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, έχει κανείς την εντύπωση μιας επανάληψης που μας οδηγεί στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Η Ν. Δημοκρατία προβάλλοντας τον αρχηγό της Α. Σαμαρά δεν διστάζει να επαναλαμβάνει ότι οι δικές του ενέργειες έσωσαν τη χώρα υποστηρίζοντας ότι οδήγησε την χώρα στην έξοδο από τα μνημόνια, για να δημιουργήσει στην  πλειοψηφία του λαού την πεποίθηση ότι μόνο αυτός και το κόμμα του θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την ομαλότητα και την ησυχία, την  πολιτική και την  οικονομική σταθερότητα και την ανάπτυξη της οικονομίας. Είναι το ίδιο σκεπτικό πάνω στο οποίο φιλοτεχνήθηκε η εικόνα του  Κ. Καραμανλή σαν σωτήρα της χώρας από τη χούντα, ανεξάρτητα των πραγματικών περιστάσεων, που του εξασφάλισε στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές το 54,5% των ψηφοφόρων.  Η ανάδειξη και στις δυο περιπτώσεις της εξασφάλισης  της ομαλότητας και της σταθερότητας σε ένα κλίμα μάλιστα εθνικής ενότητας είναι αποτέλεσμα της φοβίας στη μια περίπτωση για ό,τι είχε προηγηθεί, (χούντα), στη τωρινή για ό,τι μπορεί να συμβεί,(τα παραδείγματα Ουκρανίας ή και της Αιγύπτου μπορεί να επηρεάσουν καταλυτικά).
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη έχει ξεκινήσει  μια τεράστια προσπάθεια να φανεί ότι είναι το νέο  ΠΑΣΟΚ στη  θέση του ΠΑΣΟΚ που συγχωνεύτηκε με τη Ν.Δημοκρατία. Τα προεκλογικά συνθήματα του, «Ανατροπή στην Ελλάδα, αλλαγή στην Ευρώπη», το άνοιγμα των συνδυασμών του σε πασοκογενείς πολιτικούς, ακόμα και η θεματολογία του είναι σαν να θέλουν να θυμίζουν το ΠΑΣΟΚ του ’81 που απευθυνόταν στα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα τα οποία μέσα από την οικονομική ανάπτυξη  διευρύνονταν. Μόνο που τότε η ταξική, προς τα άνω,  κινητικότητα και η νέα κοινωνική σύνθεση ευνοούσαν και τις αντιλήψεις για πλατειές ταξικές συνεργασίες που ενισχύονταν στην πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία και από το παλλαϊκό αίτημα του εκδημοκρατισμού. Πάνω σ’  αυτή τη στρατηγική το ΠΑΣΟΚ, στο πρόσφορο έδαφος που δημιουργήθηκε  για συνεργασίες και συγκλίσεις, λεηλατώντας ιστορία και συνθήματα του ΚΚΕ, επιβάλλεται σαν σοσιαλιστικό κόμμα στο χώρο της Αριστεράς και θριαμβεύει εκλογικά το 1981. Εμφανίζει  ένα πρόγραμμα που κάλυπτε πολλούς άμεσους στόχους που είχε βάλει το ΚΚΕ και κατορθώνει να συσπειρώσει μεγάλο μέρος των στρωμάτων  στα οποία θα μπορούσε να έχει επιρροή το ΚΚΕ.   Στις μέρες μας, ο ΣΥΡΙΖΑ φιλοδοξεί να επιτελέσει το ίδιο έργο, σαν ένα κόμμα της αστικής τάξης, ανανεωτής των συμμαχιών της με τα μικροαστικά και μεσοααστικά στρώματα που χτύπησε η κρίση. Όπως και το ΠΑΣΟΚ τότε,  ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει μια εναλλακτική λύση εξασφάλισης της πολιτικής σταθερότητας με τρόπους ευρύτερης αποδοχής που περιλαμβάνει και το χώρο που χαρακτηρίζεται αριστερά, που φιλοδοξεί ότι μπορεί να εξασφαλίσει την κοινωνική γαλήνη ταυτόχρονα με την προώθηση της διαχείρισης η οποία είναι απαραίτητη για τη βιωσιμότητα του ελληνικού καπιταλισμού. Γι’ αυτό και οι κραυγές αγωνίας  από τη συγκυβέρνηση για το ενδεχόμενο υπερψήφισης του ΣΥΡΙΖΑ δεν βρίσκουν ιδιαίτερη απήχηση στην κυρίαρχη τάξη, αφού μάλλον εντάσσονται στις απόπειρες τεχνητής όξυνσης και πόλωσης την ίδια στιγμή που μένει νεφελώδης η ύπαρξη ή όχι  προγραμματικής αντιπαράθεσης μεταξύ τους, εφόσον οι κατευθυντήριες γραμμές χαράσσονται στα κέντρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που κανείς δεν αμφισβητεί.
Βεβαίως αυτές οι αναλογίες δεν δείχνουν ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλά μόνο τη σταθερότητα των στρατηγικών στόχων του κυρίαρχου συστήματος και τον περιορισμό των τακτικών ελιγμών του  σε περιόδους παρατεινόμενης οικονομικής κρίσης που πιέζουν για πιο επιθετική διαχείρισή της σε βάρος της εργατικής τάξης. Κι αν γίνεται αναφορά στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης είναι για να επισημανθεί ο τρόπος που ένα ισχυρό προοδευτικό ριζοσπαστικό κίνημα που δεν μπορούσε να αγνοήσει κανένας πολιτικός σχηματισμός εγκλωβίστηκε κι ωθήθηκε να πέσει στην παγίδα του λόγου του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος  αγκίστρωσε  στρώματα και τάξεις στην αστική στρατηγική.
Κι αν η συγκυβέρνηση Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ εκφράζει  την επιθετική εκδοχή της καπιταλιστικής διαχείρισης επιδιώκοντας την  άμεση συντριβή  και των τελευταίων κατακτήσεων των υποτελών τάξεων, ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει τον αντιπολιτευτικό του λόγο στις υποσχέσεις για διατήρηση κάποιων ψηγμάτων απ’  αυτές τις κατακτήσεις, χωρίς να αμφισβητείται  η δομή των καπιταλιστικών σχέσεων, από τις οποίες όμως εκπορεύεται η οικονομική κρίση που μας εξαθλιώνει.
Η συνολική εικόνα που διαμορφώνεται  δεν είναι και τόσο αισιόδοξη. Δεν βρισκόμαστε  μπροστά σε καμιά αριστερή στροφή, ακόμα κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψηφιστεί. Αντίθετα μοιάζει ένα υπολογίσιμο ποσοστό από τα  μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα, τα πιο φοβισμένα, να βρίσκονται σε τέτοια σύγχυση που μάλλον θα υπερασπιστούν δια της ψήφου τους την παρούσα διαμορφωμένη κατάσταση, είτε ευνοϊκοί  ακροατές του πρωθυπουργικού λόγου είτε εύπιστοι  στις υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Κι απομένει μια εργατική τάξη στα όρια της εξαθλίωσης και είναι το ΚΚΕ που την υπερασπίζεται συμβάλλοντας στην αποδέσμευσή της  από τα διλήμματα της αστικής διαχείρισης και οργανώνοντας τα πιο μαχητικά κομμάτια της στον αγώνα τους ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση.  Κι αν υποστηρίζεται η υπερψήφιση του ΚΚΕ δεν είναι γιατί  η κάλπη θα δικαιώσει αυτόν τον αγώνα,  αλλά για προβληθεί και μέσα απ’  αυτές τις εκλογές  η βούληση για ταξική αντιπαράθεση και  σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική και η μαζικότητα της άμυνας της εργατικής τάξης  στα χτυπήματα της κυρίαρχης τάξης.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: