Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Η ΤΑΞΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

«… Το «Εθνικό Σοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα» ( Nazional-Sozialistische Deutsche Arbeiter Partei - NSDAP) ήταν πάντα και έμεινε ως το τέλος το κόμμα που εξυπηρέτησε κατά τον πιο τέλειο, ως τώρα, τρόπο τα συμφέροντα της μεγάλης αστικής τάξης, των κορυφών του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Τέτιο ήταν και πριν το 1933, και μετά, τέτιο έμεινε και ως τις 9 Μάη 1945.
          Αυτό φαίνεται καθαρά από το δείκτη εκείνο που ενδιέφερε πιο πολύ το μονοπωλιακό κεφάλαιο: την πορεία των κερδών. Και δεν μπορεί κανείς να μην παραδεχτεί ότι η κυβέρνηση του ΝSDAP εξασφάλισε συνθήκες εξαιρετικής σε έκταση και βάθος συσσώρευσης κερδών. Η πορεία των τελευταίων υπήρξε πράγματι θεαματική, όπως δείχνει ο παρακάτω πίνακας:
          Επίσημα κέρδη επιχειρήσεων (εκατομμύρια μάρκα)
                 1933         1936      1938
                   6,6           12,2        15
             Η ναζιστική 12ετία υπήρξε περίοδος ταχύτατης ανόδου των κερδών και των περιουσιών των μεγιστάνων, όπως μαρτυρούν όλα, χωρίς εξαίρεση, τα στοιχεία. Οι κρατικομονοπωλιακές μέθοδοι που τελειοποίησε ή εγκαινίασε το «1000χρονο Ράιχ» δεν ήταν τίποτε άλλο από μια παραχώρηση — συχνά, με φανερά σκανδαλώδη τρόπο— όλης της γερμανικής οικονομίας σε μια χούφτα μεγάλων επιχειρήσεων. Αυτές οι επιχειρήσεις «τσέπωσαν» τα κολοσσιαία κέρδη της στρατιωτικοποίησης και της δουλικής εκμετάλλευσης των ξένων, ιδιαίτερα «Ανατολικών» εργατών, αλλά και της λεηλασίας όλης της Ευρώπης. Αυτή η μυθικών διαστάσεων συσσώρευση — που εμφάνισε και χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της περιόδου της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου — εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την εντυπωσιακή ανάκαμψη της ΟΔ Γερμανίας μετά το 1945.
              Η συντριβή κάθε οργάνωσης των εργαζομένων έκανε τη δράση του NSDAP «θαυματουργή» και στον πολιτικό τομέα. Στη διάρκεια της εξουσίας του, οι εργαζόμενοι δεν διαμαρτυρήθηκαν καθόλου ή σχεδόν καθόλου. Η ένταση της εκμετάλλευσης, μόνος τρόπος δημιουργίας και ενίσχυσης του τεράστιου πολεμικοβιομηχανικού συγκροτήματος μιας ιμπεριαλιαστικής δύναμης χωρίς αποικίες, «πέρασε» ανεμπόδιστα. Αρκετά πριν από τον πόλεμο, η ελεύθερη εκλογή θέσης εργασίας είχε καταργηθεί. Σε ορισμένες κρατικές επιχειρήσεις όπως η «Οργάνωση Todt» ((Organisation Todt –OT), είχαν επιβληθεί όχι μόνο στρατιωτικοί κανονισμοί, αλλά και στρατιωτικές στολές. Τα πολιτικά κέρδη του κεφαλαίου ήταν και μακροπρόθεσμα. Καταρχήν, ο πόλεμος δεν φαίνεται να προκάλεσε σχεδόν καμιά κίνηση διαμαρτυρίας ή και απλής δυσαρέσκειας. Ενα δείγμα μας δίνει έκθεση του «Γερμανικού Μετώπου Εργασίας» (Deutsche Arbeitsfront - DAF), οργάνωσης που ήταν αρμόδια για την οργάνωση του εργατικού δυναμικού και την κίνησή του, του τέλους του 1942: «Το 1917, χάθηκαν σε πολιτικές απεργίες περίπου 2.000.000 εργατοημέρες. Το 1918, ήταν 5.000.000 εργατοημέρες. Στο πολεμικό έτος 1942, κερδίθηκαν αμέτρητα εκατομμύρια προσθέτων εργατοημερών, χωρίς να υπολογίσουμε την εργασιακή απόδοση εκατομμυρίων επιστρατευμένων ξένων εργατών» (η έμφαση δική μας).
         Και όλα αυτά, χωρίς να υπολογίσουμε ένα άλλο πολιτικό κέρδος πολύ μεγάλης, όπως αποδείχτηκε, σημασίας: την σχεδόν ολοκληρωτική εξόντωση όλων των επαναστατικών στοιχείων και την απώλεια σχεδόν κάθε επιρροής τους.
            Ποτέ πριν από την εγκαθίδρυση του Γ' Ράιχ οι μεγάλοι καπιταλιστές της Γερμανίας ή οι άμεσοι άνθρωποι τους δεν συμμετείχαν τόσο άμεσα στη διεύθυνση της οικονομίας, και αυτό παρά το γεγονός ότι στη Γερμανία οι σχέσεις κράτους- μεγάλου κεφαλαίου ήταν πάντα πολύ στενές. Κάτι περισσότερο: ο Χίτλερ δεν το είχε σε τίποτε να αλλάξει τους στρατηγούς του με τη μεγαλύτερη ευκολία για παραπτώματα πολλές φορές φανταστικά ή συνήθως χωρίς να φταίνε. Αντίθετα, στις κορυφές των οικονομικών-διαχειριστικών υπηρεσιών της χιτλερικής Γερμανίας βλέπει κανείς πάντα αναδιανομή των ίδιων προσώπων: γενικών μετόχων, γενικών διευθυντών ή έμπιστων στελεχών των γιγάντων του χρηματιστηρίου. Και κάτι ακόμη πιο ενδιαφέρον: Οι στρατηγοί του Χίτλερ ήταν —ή έγιναν     διάσημοι. Ποιος, όμως ξέρει τον Albert Pieg της Siemens  ή τον Wilhelm  Zangen της MANNESMAN; Αυτοί δεν άφησαν απομνημονεύματα. Η διακριτικότητα ήταν, άλλωστε, αυτό που τους ενδιέφερε περισσότερο.
            Εδώ πρέπει να προστεθεί ότι η πολιτική εξουσία του NSDAP βοήθησε πολύ όχι μόνο τους καπιταλιστές ενάντια στους εργαζόμενους, αλλά και τους πολύ μεγάλους καπιταλιστές ενάντια σε όλους τους υπολοίπους. Η συγκεντροποίηση, που το κράτος ενθαρρύνει ή και επιβάλλει, παίρνει πρωτοφανείς διαστάσεις: Το μέσο κεφάλαιο των μετοχικών εταιριών περνά από 2.300.000 (1932) σε 5.500.000 μάρκα (1943). Ο νόμος της 7ης Μάρτη 1939 φτάνει ως την κατάργηση των επιχειρήσεων που δεν έφταναν ένα ορισμένο minimum τζίρου, υποχρεώνοντας τους πρώην ιδιοκτήτες τους να γίνουν εργαζόμενοι στη μεγάλη βιομηχανία. Στην περίοδο 1933-1939, ο αριθμός των επιχειρηματιών και των οικογενειών τους πέφτει από 11.247.000 σε 9.612.00 (-14,54%) και το ποσοστό τους στον πληθυσμό από 19,8% σε 16,2%....
              Όμως το NSDAP είναι ακριβώς αυτό που λέει η ονομασία του, δηλ. ένα πολιτικό κόμμα, και όχι ένας απλός εκτελεστικός μηχανισμός του μεγάλου κεφαλαίου, όπως θα ήταν πχ, μία νομική ή λογιστική εταιρία. Έρχεται σε επαφή και σύνδεση με μάζες, από τη φύση τους διαφορετικές από τα συμφέροντα που το NSDAP εκφράζει, και, έτσι, διαφοροποιείται και αυτό. Το ίδιο το όνομα του κόμματος είναι χαρακτηριστικό. Εθνικό Σοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα. Η μαζική βάση του NSDAP είναι κυρίως μικροαστική και, κατά πιο δεύτερο λόγο, μεσοαστική.
Μια στατιστική της 1ης Γενάρη 1935 μας δίνει μία εικόνα:
—    Το 7,3% όλου του «επαγγελματικά απασχολούμενου πληθυσμού» του Ράιχ ανήκει στο NSDAP. Απ' αυτό βλέπουμε ότι το NSDAP  ήταν ένα τεράστιο κόμμα.
—    Στο NSDAP ανήκει το 15% των «αυτοαπασχολουμένων».
—    Στο NSDAP ανήκει το 12% των «μη δημοσίων» υπαλλήλων (Angestellten).
—    Το ποσοστό των βιομηχανικών εργατών που είναι μέλη του NSDAP είναι γύρω στο 5% του συνόλου των βιομηχανικών εργατών. Γενικά, λίγοι εργάτες έγιναν μέλη του NSDAP παρά το όνομά του. Πριν το 1933, το NSDAP ούτε κατόρθωσε, αλλά ούτε έδειξε μεγάλη συνέπεια στην προσπάθεια να δημιουργήσει χωριστή οργάνωση εργατών. ….Ο ίδιος ο Χίτλερ «υπέδειξε» στο Συνέδριο του NSDAP του 1937 να μην παρελάσουν χωριστές ομάδες εργατών. Αυτό δείχνει καθαρά ότι δεν ήθελε τη χωριστή παρουσία των εργατών γιατί αυτό θύμιζε την ταξική πάλη ή, έστω, την ταξική «απόσταση». Σαν γνήσιο κόμμα της αστικής τάξης, το NSDAP δεν μπορούσε να υποφέρει τη θέα των χωριστά οργανωμένων εργατών ούτε μέσα στα ίδια του τα πλαίσια
          ….  το βασικό μαζικό στήριγμα του NSDAP ήταν — από άποψη οργανωμένης μαζικής βάσης, αλλά και εκλογικής βάσης — τα μεσαία στρώματα, ιδιαίτερα αυτά της πόλης. Αυτό χρησιμοποιήθηκε για να «ξαναγραφτεί», δηλ. να παραποιηθεί η ιστορία. Στη σειρά των άρθρων, μελετών κλπ, που γράφτηκαν στην Ομοσποδνιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την άνοδο στην εξουσία του NSDAP, προβλήθηκε συχνά το επιχείρημα: Αφού μέσα στο NSDAP βρίσκονταν κυρίως μεσαία στρώματα, το NSDAP ήταν το κόμμα των μεσαίων στρωμάτων έτσι «βγαίνουν λάδι» τα μονοπώλια. Οι τοποθετήσεις αυτές «ξεχνούν» τη βασική ιστορική αποστολή του NSDAP: να συνδέσει τις μάζες με την πολιτική και την άσκηση της πολιτικής του μεγάλου κεφαλαίου. Πράγμα που το NSDAP πέτυχε λαμπρά.
          Για να το πετύχει, όμως, αυτό έπρεπε να γίνει αυτό ακριβώς που έγινε: ένας πολιτικός οργανισμός της αστικής τάξης, κατά συνέπεια ένας οργανισμός βαθιά αντιφατικός, που θα ήταν σε θέση να εκφράζει με ένα μαζικό τρόπο την πολιτική των μεγιστάνων. Ο ίδιος ο χαρακτήρας του επέβαλε την αντιφατικότητά του.
       … Η αντιφατικότητά του NSDAP δεν σημαίνει συνύπαρξη στο εσωτερικό  του αντιπάλων ισοτίμων παραγόντων. Σημαίνει αντανάκλαση στο εσωτερικό των πραγματικών ταξικών αντιθέσεων, αλλά κάτω από την κυριαρχία ενός από τους πόλους, στη συγκεκριμένη περίπτωση του μεγάλου κεφαλαίου, ο οποίος προσδιορίζει τον πραγματικό ταξικό χαρακτήρα του Κόμματος. Η κυριαρχία αυτή εκφράζεται πολιτικοΐδεολογικά και «ψυχολογικά». Πράγμα που σημαίνει ότι η δικτατορία της κυρίαρχης τάξης υπάρχει και μέσα στο κόμμα ή στα κόμματα της.
       Η πορεία των πραγμάτων δείχνει ακριβώς αυτό: Οτι τα διάφορα στοιχεία του NSDAP διαφορετικά και — ως ένα βαθμό — αντίθετα μεταξύ τους, βαδίζουν μαζί και μαθαίνουν βαθμιαία να προσαρμόζονται μεταξύ τους. Το ένα δεν μπορεί να κάνει χωρίς το άλλο.
        Η προσαρμογή, όμως, δεν γίνεται ισότιμα. Σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι, ίσως, ούτε καν αμοιβαία. Στην πραγματικότητα, η μικροαστική μάζα προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της πολιτικής της μεγαλοαστικής τάξης....»
              Του   Θ. ΠΑΠΑΡΗΓΑ στο  περιοδικό   «Επιστημονική Σκέψη» στα 1985
                                                 

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΙΔΕΕΣ


« Οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης  είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες. Με άλλα λόγια,  η τάξη που είναι η κυρίαρχη υλική δύναμη της κοινωνίας, είναι ταυτόχρονα η κυρίαρχη  πνευματική της δύναμη. Η τάξη που έχει στη διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγής, διαθέτει  ταυτόχρονα τα μέσα  της πνευματικής παραγωγής, έτσι ώστε μιλώντας γενικά,  οι ιδέες αυτών που δεν έχουν τα μέσα της πνευματικής παραγωγής υποτάσσονται σ’  αυτά. Οι κυρίαρχες ιδέες δεν είναι τίποτε άλλο από την ιδεατή έκφραση των κυρίαρχων  υλικών σχέσεων, είναι  οι κυρίαρχες υλικές σχέσεις που συλλαμβάνονται σαν ιδέες, άρα είναι η έκφραση των σχέσεων που κάνουν  μια τάξη κυρίαρχη, επομένως οι ιδέες της κυριαρχίας της.  Τα άτομα που αποτελούν την κυρίαρχη τάξη, διαθέτουν ανάμεσα στ’  άλλα συνείδηση, και άρα σκέφτονται. Στο βαθμό επομένως που κυριαρχούν σαν τάξη και καθορίζουν όλη  την έκταση μιας εποχής, είναι αυτονόητο ότι το κάνουν  αυτό παντού, επομένως ανάμεσα στα άλλα κυριαρχούν επίσης σα στοχαστές, σαν παραγωγοί ιδεών, και ρυθμίζουν  την παραγωγή και διανομή των ιδεών της εποχής τους. Ετσι οι ιδέες τους είναι οι κυρίαρχες ιδέες της εποχής τους. Λόγου χάρη, σε μιαν εποχή και σε μια χώρα όπου η βασιλική εξουσία η αριστοκρατία και η αστική τάξη αγωνίζονται για την κυριαρχία και όπου επομένως η κυριαρχία είναι μοιρασμένη, η θεωρία της διάκρισης των εξουσιών αποδείχνεται σαν η κυρίαρχη ιδέα και εκφράζεται σαν ένας «αιώνιος νόμος»
                                             Κ. Μαρξ «Η γερμανική ιδεολογία»
                                                 Εκδ. Gytenberg,

        Στα χρόνια μας οι ιδεολογίες για μετασχηματισμό του κόσμου  παρουσιάζονται ως επικίνδυνα νεφελώματα που γεννούν  αδιαλλαξία και φρούδες ελπίδες. Η  αστική ιδεολογία  πια δεν δρα σαν  την κλασσική προπαγάνδα  με απλά ψέματα και επαναλήψεις, δεν αρκείται  στο να προτείνει στις μάζες απατηλές αξίες και πρότυπα. Το κυρίαρχο σύστημα δεν  προσπαθεί  απλώς να δώσει  μια ψεύτικη  και σφαλερή εικόνα του κόσμου, αλλά τον χαρακτηρίζει αξεπέραστο και αποσκοπεί στην ειρήνευση όλων των συγκρούσεων, γιατί καμιά θρησκεία, καμιά ιδεολογία δεν προσφέρει  τη λύση των προβλημάτων, αλλά η διαπραγμάτευση, ο συνεχής διάλογος, η απόλυτη επικοινωνία. Η σύντηξη διαφορετικών ιδεών καταλήγει  σε μια μεταλλαγή  τους,  προς όφελος του κυρίαρχου συστήματος.
        Και φυσικά  είναι οι διανοούμενοι που όχι μόνο βοηθούν στην κυοφορία των ιδεών αλλά και την κυριαρχία τους.
        Την τελευταία εικοσαετία  διανοούμενοι που θεωρούνταν της αριστεράς αποδέχτηκαν άνευ όρων τις σταθερές εκείνες που συγκροτούν το ιδεολογικό οπλοστάσιο του φιλελευθερισμού. Στο επίκεντρο της προβληματικής τους βρίσκεται η θεωρία περί «ολοκληρωτισμού», που αναδεικνύεται σαν κεντρική αιχμή και δημιουργεί το βασικό κριτήριο προσδιορισμού όχι μόνο των ιδεολογικών αλλά και των πολιτικών μετώπων.  Πρόκειται για  μια θέση που παράγει έναν νέου τύπου αντικομμουνισμό. Ο κομμουνισμός οδηγεί υποχρεωτικά κατ’  αυτούς στα … γκουλάγκ και εποφθαλμιά τις ελευθερίες του φιλελεύθερου  παράδεισου. Η αριστερά, και ιδιαίτερα η κομμουνιστική, θα πρέπει λοιπόν, ερχόμενη σε επαφή  με την πραγματικότητα να εγκαταλείψει τις φαντασιώσεις της και να προσηλυτιστεί σε έναν πεφωτισμένο  πραγματισμό. Η κατεύθυνση αυτή κάνει πλέον πολύ δυσδιάκριτη τα όρια που νομιμοποιούν την ταξινόμηση ανάμεσα σ’ αυτούς που χαρακτηρίζονται αριστεροί  και τους δεξιούς. Όλους  τους χαρακτηρίζει ο φιλελευθερισμός στην οικονομία, υποκλίνονται μπροστά στις δυνατότητες της αγοράς, ο πραγματισμός σφραγίζει τις αναλύσεις τους, θεοποιούν το επιχειρηματικό δαιμόνιο, τον τεχνοκρατισμό, την αξιοκρατία.
      Ζώντας σε μια εποχή  που διακηρύσσεται η απαλλαγή από ιδεολογίες, ανακηρύσσεται αυτή η άρνηση σε ιδεολογία που  προορίζεται να εξασφαλίσει την ελάχιστη δυνατή κοινωνική συναίνεση. Οι ιδέες διχάζουν, δεν χρειάζεται πλέον να υπάρχουν. Δεν ωφελεί λοιπόν  σε τίποτε να θέλουμε να αλλάξουμε την μορφή του κόσμου: κάθε όραμα οδηγεί στην βαρβαρότητα, όλες οι λύσεις έχουν αποτύχει. Καλύτερα να υπομένουμε καρτερικά τα γεγονότα,  είναι δεδομένα a priori ,  στα οποία  δεν θα κυριαρχήσουμε ποτέ. Το μόνο που μένει,    να εμπιστευόμαστε αυτούς που ξέρουν  να τα διαχειρίζονται.
       Τελικά, ο κόσμος που μας υπόσχονται δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί και να σταθεροποιηθεί παρά μόνο αφού «παγώσει» η κοινωνία, αποποιούμενη κάθε όραμα και προσπάθεια για αλλαγή της. Το βασικό επιχείρημα είναι πως ο κόσμος  στον  οποίο ζούμε είναι «ο μη χείρων» και άρα τελικά ο βέλτιστος, πράγμα που σε καιρούς κρίσης διατυπώνεται με τρόπο τρομακτικό – η αυτός  ο κόσμος ή η καταστροφή μας. Το πρότυπο της κοινωνίας που προτείνεται είναι χωρίς  αντιπαραθέσεις  και ταξικές αντιθέσεις που είναι ξεπερασμένες. Τον αποδεχόμαστε αυτόν τον κόσμο για να αποφύγουμε το χειρότερο, το απαράδεκτο. 
      Μόνο που τελικά φαίνεται πως δεν θα  αποφύγουμε τον καταποντισμό μας και τότε θα συνειδητοποιήσουμε πως οι κυρίαρχες ιδέες που πιστεύαμε για αξεπέραστες είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης, η οποία  ακριβώς  τον καταποντισμό των υποτελών τάξεων είχε στόχο της…  με τη συναίνεσή μας.
 «Η ύπαρξη επαναστατικών ιδεών σε μιαν ειδική περίοδο προϋποθέτει  ήδη την ύπαρξη μιας επαναστατικής τάξης»

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ, ΣΥΝΑΙΝΕΣΕΙΣ, ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ


            Η οικονομική κρίση  στη χώρα μας επέβαλλε τη νέα καπιταλιστική στρατηγική διεξόδου, η υλοποίηση της οποίας σημαίνει  τη συνολική ανατροπή του συσχετισμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και τους εργαζόμενους. Αυτό  βέβαια προϋποθέτει  συντριβή του εργατικού κινήματος, αφαίρεση των κοινωνικών κατακτήσεων και ελευθεριών των λαϊκών τάξεων, αυταρχικοποίηση, στροφή  της κυρίαρχης ιδεολογίας προς ανοιχτά αντιδραστικές θέσεις. Ορατά αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής είναι η θεαματική αύξηση της ανεργίας, η εξαθλίωση των λαϊκών, και όχι μόνο,  μαζών και η κατακόρυφη διεύρυνση της καταστολής.
           Αυτό το  υλικό κοινωνικό υπόβαθρο καθιστά αναγκαίες  για το πολιτικό σύστημα,  και δρομολογεί, τις διαδικασίες σύγκλισης, στην κορυφή, των πολιτικών κομμάτων του κυρίαρχου συστήματος,   όπως και στην αναζήτηση συναινετικών λύσεων, γιατί  κανένα κόμμα  μόνο του δεν είναι πια  ικανό να εκφράσει και να υλοποιήσει αυτήν τη στρατηγική σκληρής διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος. Η στρατηγική που υλοποιείται, το μόνο όραμα που έχει να προτείνει περιορίζεται στην εξύμνηση του καπιταλιστικού κέρδους και της λιτότητας. Είναι λοιπόν  προφανής  η αμηχανία και  αδυναμία διατύπωσης ενός νέου πειστικού ιδεολογικού λόγου.
             Οι εκλογές αποκάλυψαν τη διάλυση των δυο κομμάτων, Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ, και οδήγησαν στις διεργασίες για την οργάνωση ενός νέου διευρυμένου μπλοκ εξουσίας, ικανού να οργανώσει τη συναίνεση  και με συμμαχικές κυβερνήσεις. ΟΙ διασπάσεις και οι  κομματικές παραφυάδες που προέκυψαν από τη δική τους φθορά δίνει εναλλακτικές λύσεις  για την πραγματοποίηση αυτής της σύγκλισης, που καταλήγει  σε κυβέρνηση συνεργασίας και μάλιστα μετά από εκλογές,  δηλ. νομιμοποιημένη από τη λαϊκή εντολή. (Ακόμα διατηρούνται οι τυπικές διαδικασίες λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας).
           Η συγκρότηση της  κυβέρνησης Σαμαρά δεν είναι τίποτε άλλο παρά το άμεσο αποτέλεσμα που προκύπτει   από την εξάντληση των ορίων της ηγεμονικής στρατηγικής των τελευταίων χρόνων, παρόλο που  η ένταση των ζυμώσεων και οι συγκλίσεις μεταξύ των πολιτικών φορέων προβάλλονται σαν συνέπεια της κατανόησης για συνολική τροποποίηση της πολιτικής σκηνής στην κατεύθυνση της εθνικής συναίνεσης.
              Η κινητήρια  όμως δύναμη της ιστορίας παραμένει πάντα η πάλη των τάξεων, η δυναμική των μαζών. Αυτή η  αντικειμενική δυναμική  είναι και ο μεγάλος ιστορικός κίνδυνος για τις κυρίαρχες τάξεις, που συνεχώς επιδιώκουν να καλλιεργούν τις αυταπάτες μας,  για να μη συνειδητοποιούμε την κατάστασή μας. Ακόμα και στις εκλογές ήθελαν να αποφύγουν την ταξική πόλωση, γι’  αυτό και από  το δίλημμα μνημόνιο  - αντιμνημόνιο, που μπορούσε να συνδεθεί με  ταξικά συμφέροντα,  των εκλογών  της 6ης Μαΐου,  περάσαμε στις τελευταίες εκλογές  στο  δίλημμα κυβέρνηση ή ακυβερνησία. Αυτές τις τελευταίες μέρες μετά τις εκλογές, η ανακοίνωση της συμφωνίας των τριών κομμάτων για κυβέρνηση έγινε με σχεδόν θριαμβευτικό τόνο σε μια προσπάθεια να τονώσουν τις ψευδαισθήσεις του συνόλου των εργαζομένων για το μέλλον τους, ότι είναι ζήτημα εθνικής συνεννόησης και διαπραγματευτικής ικανότητας, αποκρύπτοντας ότι  εφαλτήρια της νέας εθνικής συναίνεσης είναι τα συμφέροντας της κυρίαρχης τάξης.
          Τα δυο τελευταία χρόνια η πολιτική του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της Ν.Δ, απέδειξαν ότι τα στρατηγικά συμφέροντά  που εκπροσωπούν αντιστρατεύονται κάθε μορφή συλλογικής μαζικής δράσης,  μάλιστα το ΠΑΣΟΚ έχασε και το βασικό στοίχημα με την νέα οικονομική πολιτική, να επιβάλλει τη λιτότητα χωρίς να διαρρήξει  συνολικά τις σχέσεις του με τα λαϊκά στηρίγματα. Η χιονοστιβάδα των μέτρων που ακολούθησε αυτά τα χρόνια και οι  αντιδράσεις των εργαζομένων που ξέσπασαν, κλόνισαν ανεπανόρθωτα τις σχέσεις εκπροσώπησης κυρίως του ΠΑΣΟΚ, ενώ η Ν.Δ δεν έχει ιδιαίτερες καλές αποδώσεις στη χειραγώγηση των μαζών.  Αναζητώντας  λοιπόν ομαλή μετάβαση στη νέα ισορροπία της ελληνικής πολιτικής σκηνής  η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση  βοηθά στην  αναδιάρθρωση των κοινωνικών συμμαχιών  που θα εγκλωβίσει, έστω και για μερικούς μήνες, τους εργαζομένους. Απώτερος στόχος είναι το εργατικό και λαϊκό κίνημα να απολέσει   τη δυναμική του παρέμβαση  στην πολιτική σκηνή και τη συλλογικότητά του, ώστε οι  λαϊκές  μάζες να συρθούν αδιαμαρτύρητες στο νέο οικονομικό αρμαγεδώνα. Γι΄ αυτό και το κομμουνιστικό κόμμα του 4.5% πρέπει να απαξιωθεί από τον κυρίαρχο λόγο, γιατί υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να συσπειρώσει  και οργανώσει τις  υποτελείς κοινωνικές τάξεις στον κοινωνικό πόλεμο που θα γίνει πιο βίαιος, όποια μορφή κι αν πάρει.
           Σ΄ αυτό το νέο σκηνικό και η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, που  ήδη φαίνεται πως  αποδέχεται τα όρια που καθόρισε το κυρίαρχο σύστημα για να το  δεχτεί στο μπλοκ εξουσίας, προσφέρει τη συνδρομή του, είτε οριοθετώντας τη θέση του στο νέο σκηνικό, ότι είναι  η εναλλακτική λύση σήμερα, είτε  προκρίνοντας την αλληλεγγύη πιο σημαντική από την αντίσταση (Τσίπρας).
            Στον επόμενο χρόνο θα δούμε την έκβαση της βίαιης  επίθεσης του κεφαλαίου, που εντείνεται, και τη νέα  λειτουργία του  πολιτικού  συστήματος,  που θα διαδεχθεί τις μονοκομματικές κυβερνήσεις. Η μετάβαση  σε μια νέα ισορροπία, χωρίς έντονους  πολιτικούς και κοινωνικούς  κλυδωνισμούς, αποτελεί για το πολιτικό προσωπικό των κυρίαρχων τάξεων εγχείρημα πολύ πολύπλοκο και η συμμετοχή πολιτικών σχηματισμών που χαρακτηρίζονται αριστερά το νομιμοποιεί στη συνείδηση πολλών  εργαζομένων.
           Αν θα στεφθεί από επιτυχία εξαρτάται από τη δική μας συνειδητοποίηση και δράση.

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

ΠΡΟΣ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟ


         Υποτίθεται ότι σ’ ολόκληρη την Ευρώπη επιδιώκεται η συναίνεση σε βασικά θέματα, οικονομίας, πολιτικής κλπ.,  γιατί έτσι εξασφαλίζεται η δημιουργία μια ώριμης, συμφιλιωμένης κοινωνίας, χωρίς βαθιές διαιρέσεις με ανεξέλεγκτες συγκρούσεις. Αυτή  όμως η  επιδίωξη είναι βαθιά ταξική, γιατί προϋποθέτει μια αταξική κοινωνία, η οποία  δεν υπάρχει,  ενώ στην πραγματικότητα στοχεύει στην επιβολή των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης, που έτσι δίνεται η εντύπωση ότι ταυτίζονται με του γενικού συνόλου. Κι αυτός είναι ένας τρόπος να ισοπεδωθεί κάθε ταξική διαφοροποίηση, με την αποδοχή ότι σε μια ευνομούμενη δημοκρατική πολιτεία υπάρχουν μόνο κοινά συμφέροντα και αν δεν  έχουν εξαλειφθεί, πάντως έχουν  αμβλυνθεί  οι πολιτικοί, οικονομικοί  ακόμη και ιδεολογικοί  ανταγωνισμοί.
       Ο εκθειασμός της συναίνεσης επικαλύπτει  την πάλη ανάμεσα σε τάξεις, τα συμφέροντα των οποίων είναι ασυμβίβαστα ή αντίθετα. Η ταξική πάλη   όμως διεξάγεται, ακόμα κι αν είναι βουβή,   και στο οικονομικό και στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο.  Και βέβαια ο οικονομικός αγώνας περιπλέκεται και εξελίσσεται σε πολιτικό αγώνα, αφού  ακόμα και ο αγώνας  για τις καθημερινές ανάγκες δεν μπορεί να έχει επιτυχία χωρίς την  πολιτική πάλη.
     Στην Ελλάδα των μνημονίων, τόσο στις εκλογές όσο και σε όλο το διάστημα της επιβολής  των οικονομικών μέτρων, τα διλήμματα και οι εκβιασμοί φαίνονται υπερταξικά , ακριβώς για να μη συνειδητοποιήσουμε τον ταξικό πόλεμο που διεξάγεται. Η συνεχής υπόμνηση για το  βάρος  που επωμίζονται οι φορολογούμενοι  γερμανοί και λοιποί  βόρειοι  λαοί με το δικό μας δανεισμό  μεταθέτει την αντιπαλότητα σε εθνικό επίπεδο, που η Ε.Ε δήθεν ξεπερνά προς χάριν του γενικού  ευρωπαϊκού καλού.  Τέτοιες αντιλήψεις και παρόμοια σκεπτικά συμβάλλουν στην αδυναμία μας να  απελευθερωθούμε  από την επιρροή της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας και να αποκτήσουμε, στη χώρα μας και στις άλλες, ταξική συνείδηση. Έτσι παραδιδόμαστε αμαχητί κι εμείς και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι στις ευρωπαϊκές χώρες, αφού  η ταξική πάλη  στα εθνικά πλαίσια  συνυφαίνεται  στενά με την ταξική πάλη στο διεθνή στίβο. 
    Η άμβλυνση των πολιτικών διαχωρισμών αναχαιτίζει τη δυναμική της πολιτικής, κι ενώ παραμένουν οι  κλασικοί διαχωρισμοί χάνουν το περιεχόμενό τους.  Κεντροδεξιά η Ν.Δ, δεξιό το ΛΑΟΣ, Αριστερά η ΔΗΜΑΡ, αριστερά ο ΣΥΡΙΖΑ,  κεντροαριστερά  ή κέντρο τώρα το ΠΑΣΟΚ, κλπ. Όλοι μπορούν να συνεργαστούν με όλους και για όλα. Η σύγχυση αυτή  εμποδίζει  τη διαμόρφωση διακριτών πολιτικών ταυτοτήτων και  μ΄ αυτόν τον τρόπο είναι πιο εύκολο να αναπτυχτούν άλλου τύπου συλλογικές ταυτότητες, εύκολα διακριτές και ξεκάθαρες, κυρίως γύρω από θρησκευτικές ή εθνικιστικές μορφές ταύτισης. Κατά συνέπεια, η ανταγωνιστική διάσταση  που εκδηλώνεται μέσα στην κοινωνία μέσα από τέτοιους διαύλους ευνοεί την κυρίαρχη τάξη, γιατί εκτρέπει την αντίδραση σε πεδία ελεγχόμενα, που δεν απειλούν τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης.
        Τους ανταγωνισμούς βέβαια, που  δεν εξαλείφονται, ο κυρίαρχος λόγος θέλει να τους μετασχηματίσει με τρόπο ανώδυνο για την εξουσία, καλή ώρα όλα αυτά  που γίνονται για τη συγκρότηση της κυβέρνησης… εθνικής σωτηρίας. Από τη μια οι ουρές στο πεδίο του Αρεως για τα οπωροκηπευτικά και από την άλλη όλες αυτές οι διαβουλεύσεις για το μοίρασμα υπουργείων, ανάθεση πρωθυπουργικού θώκου κλπ. Ένα οικτρό θέαμα ευτελισμού της πολιτικής, παράδειγμα εκφυλισμού της  περίφημης δημοκρατίας μας. Οι κρίσιμες αποφάσεις έχουν εξοβελιστεί από τη δημόσια σφαίρα, και  αύριο, στη σύνοδο του Γιούρογκρουπ,  θα παρθούν πίσω από κλειστές πόρτες, προς δόξαν της αποδημοκρατικοποίησης της πολιτικής.
         Η επιμονή των κυρίαρχων κέντρων, με τη φωνή της Μέρκελ, για συγκατάθεση στην επιβολή των οικονομικών  μέτρων σε όλες τις χώρες, σχεδόν από το σύνολο του πολιτικού φάσματος, θέλει να εξαφανίσει τις ταξικές αντιπαλότητες, αδιαφορώντας ή ίσως και κατευθύνοντας τες σε άλλους τύπους συλλογικές ταυτότητες. Ηθικοποιώντας μάλιστα την πολιτική, με την εισαγωγή της έννοιας της  τιμωρίας για τους απείθαρχους η τους διεφθαρμένους, ευθυγραμμίζεται ο κυρίαρχος λόγος  στις  βασικές κατηγορίες με τον ακροδεξιό. Βοηθά στην ανάπτυξη ακροδεξιών τάσεων χαράσσοντας τα σύνορα  ανάμεσα σε καλούς και κακούς, με βάση ηθικές κατηγορίες και διακρίσεις, που ο ίδιος ο κυρίαρχος λόγος έχει υιοθετήσει.  Στην Ευρώπη, είμαστε οι κακοί έλληνες που τρώμε τα λεφτά των καλών φορολογούμενων βόρειων. Στην Ελλάδα, η ίδια λογική του φασιστικού μορφώματος Χ.Α κάνει διάκριση ανάμεσα σε  μάς που είμαστε οι καλοί έλληνες  και τους μετανάστες που μας κλέβουν τις δουλειές, είναι εγκληματίες κλπ. ή  ανάμεσα στους «μπολσεβίκους» και αυτούς που αγαπούν την ελλάδα κλπ. Στον άξονα της ηθικής αναπτύσσεται η πολιτική της ακροδεξιάς που μας εμποδίζει να συλλάβουμε  τη φύση και τα αίτια των σημερινών συγκρούσεων, ακόμα κι αν στηρίζεται σε χοντροκομμένες διακρίσεις άλλων εποχών.
          Η συναίνεση  δεν επιτρέπει την διαμόρφωση καθαρά πολιτικών  εναλλακτικών επιλογών  με την αντιπαράθεση διακριτών κοινωνικοοικονομικών προγραμμάτων, ακόμα και στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας.  Η συναίνεση προκαλεί ασφυξία  στο πολιτικό σύστημα καθώς αφήνει πολύ μικρά  περιθώρια για την έκφραση αμφισβήτησης που δεν στρέφεται εναντίον του ίδιου του συστήματος. Δεν απομένει παρά κάποιος πολιτικός σχηματισμός,  που μπορεί μάλιστα και στο όνομα της δημοκρατίας και της ελευθερίας να συναρθρώσει  τις ποικίλες μορφές δυσαρέσκειας κατά του κυβερνώντος συνασπισμού και της γραφειοκρατικής μηχανής του. Σε μας προς το παρόν αυτό το ρόλο παίζει η Χρυσή Αυγή.    Η  σύμπραξη των πρώην δυο κομμάτων  εξουσίας  μαζί με ένα πρώην τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα περιβάλλον βίαιης  οικονομικής εξαθλίωσης του κοινωνικού συνόλου,   η συκοφάντηση, απαξίωση, περιθωριοποίηση του κομμουνιστικού λόγου, η  σκόπιμη σύγχυση  γύρω από ό,τι χαρακτηρίζεται αριστερός λόγος, ανοίγουν  το δρόμο για φασιστικές επιλογές, εφόσον η οικονομική ασφυξία συνεχίζεται.  Η Χρυσή Αυγή στρέφεται ενάντια στην κυβέρνηση  που κατηγορεί για διαφθορά, ξεπούλημα της χώρας και είναι υπεύθυνη  για την αύξηση της ανεργίας. Το θέμα των μεταναστών παίζει  κεντρικό ρόλο και ο λόγος της αποκτά έναν καθαρά λαϊκίστικο χαρακτήρα.      
       Η διολίσθηση της διακυβέρνησης της χώρας σε ολοένα πιο αυταρχικά μονοπάτια έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια ανεπαισθήτως αλλά μεθοδικά.
      Αυτό που γίνεται  όμως στην  Ελλάδα προοιωνίζεται αυτό που θα ακολουθήσει και σε όλη την Ευρώπη, ίσως λίγο πιο κομψά και βέβαια πάντα μέσα από … δημοκρατικές διαδικασίες.  
    Η κυρίαρχη τάξη της Ευρώπης συνειδητά επιλέγει το δρόμο προς τον αυταρχισμό, αν όχι και φασισμό …

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

ΜΕΤΕΚΛΟΓΙΚΑ


        Όταν η αυταπάτη είναι απαραίτητη, για να ξανασταθεί  κανείς  μέσα στην αναταραγμένη πραγματικότητα, είναι γιατί η αυταπάτη γίνεται  κι αυτή  ένα κομμάτι της πραγματικότητας και θα πρέπει να  … πραγματοποιηθεί. Η αυταπάτη σ’  αυτές τις εκλογές ανέδειξε πρώτο κόμμα τη Ν.Δ,  το ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση,  και  σταθεροποίησε τα ποσοστά της  Χρυσής Αυγής, ενώ συρρίκνωσε του   ΚΚΕ. Η αυταπάτη μας, που  αφετηρία της έχει το φόβο μας, την περιορισμένη ταξική συνειδητοποίηση  και την έλλειψη εμπιστοσύνης στις δυνάμεις μας, από τη μια  στηρίζεται στην προσδοκία μας πως  βασικά προβλήματα  μπορούν να λυθούν με συνεργασία και συναίνεση σε επίπεδο κορυφής του πολιτικού  μας συστήματος, στα πλαίσια του καπιταλισμού που θεωρούμε ακατανίκητο,  και από την άλλη, ότι η κρίσιμη κατάσταση που ζούμε είναι πρόβλημα διαχειριστικής δραστηριότητας.
            Ο περιορισμός της εκλογικής  επιρροής της κομμουνιστικής αριστεράς έφερε στην επιφάνεια  την δυσπιστία του εκλογικού σώματος στην πρόταση της εναλλακτικής πολιτικής του ΚΚΕ για το μετασχηματισμό της κοινωνίας. Το εργατικό και λαϊκό κίνημα δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να περάσει από την άμυνα στην επίθεση, όχι βέβαια για να αυξήσει τη συναίνεση προς κάποια πολιτική διαχειριστικής λογικής, αλλά για να συγκροτήσει πολιτικά την αντικαπιταλιστική δυναμική του, για να αμφισβητήσει έμπρακτα τη λογική, τους θεσμούς και τους μηχανισμούς της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης και εξουσίας, για να συγκροτηθεί σε κίνημα και στρατηγική σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Μεγάλο μέρος των λαϊκών μαζών δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα  του ΚΚΕ και γι’ αυτό  δεν κατάφερε να δημιουργήσει «μέτωπο από τα κάτω» συσπειρώνοντας  το συνασπισμό των λαϊκών τάξεων με κατεύθυνση τη σύγκρουση με την καπιταλιστική εξουσία
        Οι χθεσινές εκλογές σταθεροποίησαν το μετασχηματισμό του πολιτικού  σκηνικού και των πολιτικών συσχετισμών, που ξεκίνησε στις 6 Μαΐου, που αναδιαμόρφωσαν και σταθεροποίησαν τα μέτωπα στην πολιτική σκηνή και τροποποίησαν τις ιεραρχίες ανάμεσα στους πόλους άσκησης της τρέχουσας πολιτικής.
           ΟΙ εκλογές αυτές  φαίνεται πως  καθρεφτίζουν μια   ήττα του λαϊκού κινήματος, το οποίο  δεν κατάφερε να αμφισβητήσει τη μορφή διακυβέρνησης,  η οποία στηρίζεται στη διαχειριστική λογική της κρίσης, να την μεταγράψει αν όχι σε αμφισβήτηση  συνολικά της καπιταλιστικής εξουσίας, αλλά σε ένα νέο συσχετισμό δυνάμεων, που η κομμουνιστική αριστερά θα ήταν κυρίαρχος πόλος.  Η συνολική ταξική πάλη και οι λαϊκοί αγώνες φάνηκε ότι δεν είχαν τη δυναμική να  οδηγήσουν  σε αποδυνάμωση   τις   παραδοσιακές μορφές διακυβέρνησης της εξουσίας, αλλά  αντίθετα οι κυρίαρχες δυνάμεις εξουσίας έκαναν  προσπάθειες να απορροφήσουν την αγανάκτηση με τις αναγκαίες μεταλλαγές.
         Η  παρέμβαση στα  πολιτικά δρώμενα με  κινήματα αγανακτισμένων , πατάτας, «δεν πληρώνω» κλπ ήταν  τόσο πρόσκαιρη και επιφανειακή, όσο για αλλαγή φρουράς στην εξουσία,  με την κυρίαρχη τάξη να έχει την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων.  Ο προεκλογικός λόγος  μάλιστα των κομμάτων που δεν αμφισβητούσαν την καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας, είχε σαν στόχο να διευρύνει και να αναπαράγει την κοινωνική στήριξη,  με την υπόσχεση βελτιώσεων, σε πολιτικές αποφάσεις των κυρίαρχων κέντρων. Εξάλλου, ο φόβος της ακυβερνησίας και η επιδίωξη συναίνεσης και συνεργασίας ήταν ο αναγκαίος πολιτικός  όρος για τον έλεγχο  των πρωτοβουλιών από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις.  Η πορεία από δω και πέρα προδιαγράφει την ανατροπή  των σχέσεων δύναμης προς όφελος της κυρίαρχης τάξης, αν δεν ανασυγκροτηθεί δυναμικά το λαϊκό κίνημα,  αλλά και  προσπάθεια απαξίωσης και  επομένως και περιθωριοποίησης, έως εξαφάνισης, του κομμουνιστικού λόγου από την κεντρική πολιτική σκηνή.
        Άλλωστε, η αναδιάταξη των κομμάτων εξουσίας που έγινε μετά τις εκλογές, αφορά περισσότερο  τον τρόπο άσκησης της εξουσίας και δεν θίγει σε μεγάλο  βαθμό τις καθιερωμένες ισορροπίες, την κοινωνική συμμαχία που στήριξε  αποφασιστικά τις επιλογές των κυρίαρχων κέντρων εξουσίας.     
          Η πολιτική τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ στη συγκυρία αυτή κατάφερε να συνασπίσει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας, που γέννησε  η εφαρμογή του μνημονίου, δημιουργώντας παράλληλα και την  ίδια του την πολιτική φυσιογνωμία. Ακόμα κι αν κάποιος ισχυριζόταν ότι αντιπολιτεύτηκε με ειλικρίνεια την αυταρχική εφαρμογή του μνημονίου, δεν αμφισβήτησε όμως τις βαθύτερες ταξικές συγκρούσεις,  που συμπυκνώνονται  σ’ αυτού του είδους την πολιτική και  προσέγγισε την κοινωνική δυσαρέσκεια χωρίς να αμφισβητήσει από τη μεριά της Ευρωπαϊκής Ένωσης  την υποστήριξη του  κεφαλαιοκρατικού συμφέροντος.
        Η ανάδειξη του  ΣΥΡΙΖΑ στο ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης   τον αναδεικνύουν  σταδιακά σε ρεαλιστική εναλλακτική προοπτική κόμματος εξουσίας.  Πιθανόν, μετά απ’ αυτό  θ’ αρχίσει να προσαρμόζεται ως υπεύθυνος και σοβαρός μελλοντικός διαχειριστής της εξουσίας. Η αυξημένη  πολιτική δύναμη που κατέχει πλέον, του δίνει  τη δυνατότητα να μεγεθύνει το κοινωνικό ακροατήριο του, παρεμβαίνοντας καίρια τώρα στις κρίσεις και τις αντιθέσεις της διαδικασίας εμπέδωσης και σταθεροποίησης του πολιτικού κατεστημένου. Συγχρόνως,  η  κρίση της πολιτικής του μνημονίου αναδεικνύει ταυτόχρονα το ΣΥΡΙΖΑ σε πρόταση για πιθανή προοπτική  και στους κόλπους της αστικής τάξης, αφού φαίνεται να απαντά  στο ερώτημα της ανανέωσης της κοινωνικής βάσης στήριξης της εξουσίας, μετά την συρρίκνωση και την αναταραχή στους κόλπους των πρώην κομμάτων εξουσίας, Ν.Δ, και ΠΑΣΟΚ,  που προκάλεσε ο τρόπος άσκησης της    πολιτικής τους. 
       Το στοίχημα της ουσιαστικής ανανέωσης της  ηγεμονίας των κυρίαρχων τάξεων αποτελεί το βασικό πλεονέκτημα που καταγράφει το ΣΥΡΙΖΑ σαν πιθανό  και εναλλακτικό κόμμα της εξουσίας. Ισως γι’ αυτό   η ανάδειξή του σε συνασπισμό με ευρύτατη λαϊκή  αποδοχή και υποστήριξη,  αντί να συναντά την υστερική άρνηση των κυρίαρχων τάξεων, δημιουργεί  τους όρους  της αποδοχής του από τη μεριά τους.
      Οι εκλογές ανέδειξαν μια νέα δύναμη για τη διαχείριση της εξουσίας,  το ΣΥΡΙΖΑ. Επιβεβαίωσαν την εμμονή της κυρίαρχης τάξης, που ενστερνίζονται μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, στην συναίνεση,  που ενδύεται λόγο εθνικό, προς αποφυγή των  ταξικών συγκρούσεων.   Έδωσαν  την ευκαιρία για την μονιμότητα της Χ.Α στο πολιτικό σκηνικό,  σε ρόλο ίσως εφεδρικό,  που θα ετοιμάσει το έδαφος για λύσεις αυταρχικές, όταν η κρίση θα αποκαλύψει  την αδυναμία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας να λύσει τα δύσκολα προβλήματα που ανακύπτουν.
     Ο δρόμος είναι δύσκολος και δυστυχώς δεν μπορεί να μην είναι δύσκολος σήμερα παρά μονάχα για τους άπραγους  ή δειλούς.

Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

ΠΡΙΝ ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΟΙ ΚΑΛΠΕΣ


          Την τελευταία εικοσαετία  το κυρίαρχο φαινόμενο ήταν   τόσο η διαμόρφωση  ενός συνόλου πεποιθήσεων,  που αποτέλεσε την κοινή γλώσσα της διανόησης  και των μέσων ενημέρωσης και η οποία  επέτρεψε τη συνένωση πολιτικών, πολιτιστικών και ηθικών ρευμάτων, άλλοτε  μάλιστα ριζικά αντίθετων,  αφού πρώτα  βέβαια χάθηκαν οι αιχμηρές γωνίες τους, όσο και  η  ιδεολογική συγκατοίκηση   τους σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικοπολιτικής ζωής. Ακόμα και τώρα, σε εποχή κρίσης και εξαθλίωσης,  οι ίδιες οι φιλοσοφικές, οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις υπαγορεύουν επιλογές καθολικά αποδεκτές, που να μην ερχονται σε ρήξη με έναν πολιτικό βίο που έχει κανονικοποιηθεί. Ελάχιστη απόκλιση γίνεται αποδεκτή από τα «πιστεύω», τα οποια συνολικά ο κυρίαρχος λόγος εκθειάζει, κι είναι το   σύνολο των κυρίαρχων αξιών και τρόπων αντιμετώπισης της ζωής που θέλουν να προβάλλονται σαν την ομόφωνη άποψη της πλειοψηφίας του λαού.
         Ολες αυτές οι πεποιθήσεις, για την σχεδόν ολική συρρίκνωση του κρατισμού, για το ξεπέρασμα του μαρξισμού, για τον θρίαμβο της ιδιωτικής επιχείρησης, για την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος,  για τους φιλελεύθερους θεσμούς κλπ.  έχουν ριζώσει τόσο βαθιά στο κοινωνικό σύνολο, που φαίνονται αναντίρρητες και δεν μοιάζουν πια απλώς και μόνο με απόψεις. Ακόμα και οι πολιτικές επιλογές των τελευταίων δυο χρόνων, που οδηγούν μια κοινωνία σε πλήρη εξαθλίωση,  δεν αποτέλεσαν αφετηρία για  πολιτική συνειδητοποίηση, αλλά πολλοί  συνεχίζουμε να ενστερνιζόμαστε, σε μεγάλο βαθμό, τον κυρίαρχο λόγο, ο οποίος   σε όλους τους τόνους διαβεβαιώνει  ότι είναι ανέφικτη η προσδοκία  πως οι διαμορφωνόμενες συνθήκες αποτελούν έναυσμα για πολιτικές ρήξεις και ρηξικέλευθες δράσεις εκ μέρους των υποτελών τάξεων.
      Κι εμείς πραγματικά, μετά από δυο χρόνια συνεχίζουμε να εμφανιζόμαστε αδύναμοι και φοβισμένοι. Χρόνια τώρα εθιζόμαστε  στην άποψη ότι η πολιτική ανήκει στους πολιτικούς και  εκπαιδευόμαστε στο δουναι και λαβείν. Μάθαμε  ότι  η ύψιστη αρχή δεν είναι οι διεκδικήσεις και η περιφρούρηση των δικαιωμάτων  μας  που βρίσκονται στο στόχαστρο, αλλά η συναίνεση και η υπευθυνότητα.  Αποδεχόμαστε τη διαμόρφωση μιας πολιτικής, απέναντι σε μια συγκεκριμένη διαχείριση της περιόδου της κρίσης, προς όφελος της κυρίαρχης τάξης και αρκούμαστε σε υποσχέσεις  για λήψη μέτρων που θα επιτρέψουν και στις υποτελείς μάζες να… αναπνέουν.
         Σ΄ όλο αυτό το διάστημα της προεκλογικής περιόδου των δυο εκλογικών αναμετρήσεων, δεν υπήρξε ανάταση  των οραμάτων συλλογικότητας και κοινωνικής αλληλεγγύης, τα οποία, σε ηγεμονευόμενο ρόλο, να στηρίξουν  τον ιδεολογικό λόγο των κομμάτων Κυριάρχησε η αναζήτηση εναλλακτικών  προτάσεων που έφτανε ως την επεξεργασία προγραμμάτων αρκετά αόριστων, τα οποία,  σε γενικές γραμμές,  δεν μπόρεσαν να αμφισβητήσουν  ριζικά τη συγκεκριμένη διαχείριση της κρίσης προς όφελος της  κυρίαρχης τάξης.   Προβλήθηκε ο αναπαλαιωμένος εθνικιστικός λόγος που συσκότιζε τις αιτίες της κρίσης και τις σκοπιμότητες των κυρίαρχων κέντρων εξουσίας.    Γι΄ αυτό υπήρξε τέτοια προσπάθεια ο κομμουνιστικός λόγος στην καλύτερη περίπτωση να περιθωριοποιηθεί, στην χειρότερη να απαξιωθεί.
         Είναι αλήθεια,  βέβαια, ότι οι επιλογές μιας μεγάλης μερίδας  εκλογέων σε ελάχιστο χρονικό διάστημα έκανε τον  ΣΥΡΙΖΑ να βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων. Αναθέτοντας  απογοητευμένοι οπαδοί  πρώην κομμάτων εξουσίας   τις ελπίδες τους για επιστροφή στα προ της κρίσης χρόνια   στο ΣΥΡΙΖΑ, δείχνουν τη φθίνουσα πορεία της όποιας αντίστασής μας. Είμαστε  δεμένοι χειροπόδαρα. Γι΄ αυτό φρόντισαν η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ. Συγχρόνως φρόντισαν να απομονώσουν τις αιτίες της κρίσης, που την χρέωσαν στους ίδιους τους πολίτες και, για μεγαλύτερη αληθοφάνεια, κατά  ένα μέρος της στο πολιτικό σύστημα. Ο ταξικός χαρακτήρας της κρίσης αποσιωπάται.  Σ’ αυτές τις συνθήκες και με προφανή την αδυναμία άρθρωσης ταξικού λόγου από το ΣΥΡΙΖΑ,  η διαδικασία επεξεργασίας μιας εναλλακτικής πολιτικής καταλήγει  στην διαδικασία ενεργού προσχώρησης  εκείνης της αριστεράς που ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί  στο ρεαλισμό της διαχειριστικής λογικής. Ετσι μπορεί να βρεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο κέντρο των πολιτικών εξελίξεων, ακόμα κι αν περιοριστεί στο ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όμως αυτό δε σημαίνει ότι η ίδια η αριστερά μετακινείται και πολύ  από τη γωνία, χωρίς ένα μαζικό κίνημα.
      Εμείς ψηφίζουμε και τα κυρίαρχα κέντρα εξουσίας, ευρωπαϊκά και διεθνή, αγρυπνούν... Η σύγκρουση  που μαίνεται είναι πολύ σκληρή για να αφεθεί ακόμα και στη μικρή μας χώρα να καθοριστούν οι όροι της μέσα από εκλογές, κι έχουν προβλέψει γι΄ αυτό.  Δεν φοβούνται τόσο  για την εκλογική επιλογή μας, όσο  για την αφύπνισή μας και την οργάνωσή μας. Kαι βέβαια ένα ενισχυμένο ΚΚΕ  θα τους φόβιζε, γιατί θα ήταν ένδειξη των αντιστάσεων που θα αντιμετώπιζαν  στην εφαρμογή της πολιτικής τους.
       ¨Οσο η διαχείριση της κρίσης, καθ’  υπαγόρευση των κυρίαρχων τάξεων, θα σκληραίνει τους όρους υλικής μας διαβίωσης, τόσο η ταξική διάστασή της θα αναδεικνύεται,  ακόμα κι αν δεν ονομάζεται, τόσο θα διαπιστώνουμε ότι δεν αρκούν οι καλές προθέσεις, η  άκριτη αισιοδοξία ή μετριοπάθεια κλπ.
        Οι  συνθήκες που διαμορφώνονται συνεχώς γίνονται και σκληρότερες. Αναγκαστικά, η μόνη επιλογή που έχουμε είναι να αντισταθούμε  μέσα από την πολιτική και οργανωτική σύνθεση των υποτελών τάξεων, που θα αναγνωρίσουν το ρόλο της ταξικής πάλης στο δρόμο για το μετασχηματισμό της κοινωνίας, αποβλέποντας στην κομμουνιστική λύση ως εναλλακτική κοινωνική πρόταση.

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ


          Σε αποτυχία της ελίτ της Ελλάδας, επί δεκαετίες, απέδωσε  ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε την ελληνική κρίση, σύμφωνα με δημοσίευμα της  Καθημερινής της  5ης  Ιουνίου.
           Ο Σόιμπλε απαξιώνει πλήρως την κυρίαρχη ελίτ στην Ελλάδα, στην οποία όμως στηρίζονται τα κυρίαρχα οικονομικά κέντρα για να επιβάλουν τις αποφάσεις τους. Γενικά, από τις δηλώσεις των ευρωπαίων εταίρων φαίνεται πως  η αποτυχία των προγραμμάτων στην Ελλάδα  χρεώνεται και  στο πολιτικό σύστημα, που θεώρησε ότι εξιλεώθηκε  με ένα συγγνώμη, αλλά και στο λαό της, επειδή προσαρμόστηκε  στη διαφθορά του, αν δεν την προκάλεσε. Και βέβαια τα ίδια τα προγράμματα που επέβαλαν οι ευρωπαίοι εταίροι προς το παρόν μένουν στο απυρόβλητο.
           Στα πλαίσια της αυτομαστίγωσής μας,    αυτά τα δυο χρόνια των μνημονίων, η βασική  κριτική εντοπιζόταν στη διαπίστωση της κατασπατάλησης ανθρώπινου δυναμικού, με ιδέες,  γνώσεις, οράματα, και χρήματος, χωρίς αποτέλεσμα, και ταυτόχρονης απώλειας ευκαιριών, για να τεθούν τα θεμέλια του προγραμματισμού ανάπτυξης της χώρας μας. Μαγικές λέξεις που θαυμάζουμε στους ευρωπαίους : «προγραμματισμός ανάπτυξης»… Ν.Δ , ΠΑΣΟΚ, κλπ. την ανάπτυξη δεν θεωρούν σαν πανάκεια για  την κρίση  και ο ΣΥΡΙΖΑ για Εθνικό Σχέδιο Ανόρθωσης για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη δεν μιλά;
         Η αδυναμία προγραμματισμού  στη χώρα μας οφείλεται σε εγγενή χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας, και μάλιστα εδώ και χρόνια το μοντέλο  της μη προγραμματισμένης ανάπτυξης φαίνεται πως είχε φτάσει σε οριακές καταστάσεις.  Οι αδυναμίες των προγραμμάτων οφείλονταν κυρίως στο  ότι ο προγραμματισμός δεν προέκυπτε  ως αναγκαιότητα για τη διατήρηση της συνοχής της κοινωνίας μας, αφού τα περισσότερα κοινωνικά στρώματα επωφελούνταν από την έλλειψή του. Το φαινόμενο αυτό, δηλ. το ότι ο προγραμματισμός δεν ήταν αναγκαιότητα  για τη διατήρηση  της κοινωνίας, αποτελεί ιδιομορφία της χώρας μας σε σχέση με το ιδεατό  τουλάχιστον πρότυπο των καπιταλιστικών χωρών.
            Στις καπιταλιστικές χώρες η ιδιοκτησία του κεφαλαίου προσδιορίζει τόσο τη θέση του ατόμου στο κοινωνικό σύστημα όσο και τη δυνατότητα παραγωγής.  Η δυνατότητα παραγωγής,  με τη σειρά της,  ορίζει την κατανομή του εισοδήματος. Δηλ. στις καπιταλιστικές χώρες πρώτον η οικονομία είναι αυτή που ορίζει, σε τελευταία ανάλυση, το κοινωνικό και πολιτικοδιοικητικό σύστημα και όχι αντίστροφα και, δεύτερον, στη σφαίρα της οικονομίας οι  δυνατότητες παραγωγής ορίζουν την κατανομή του εισοδήματος και όχι αντίστροφα. Ο ανταγωνισμός  μέσα στην αγορά  είναι  η μόνη  κοινωνικά παραδεκτή συμπεριφορά, στη συνέχεια μάλιστα η ιδεολογία του ανταγωνισμού διαπερνά όλα τα επίπεδα της κοινωνίας.  Οι διάφορες διοικητικές και πολιτικές διαδικασίες στοχεύουν στην  εξάλειψη  των εξωοικονομικών παραγόντων,  που επηρεάζουν  τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς, και  στη διάρθρωση και ρύθμιση της ανταγωνιστικής ελεύθερης οικονομίας.
            Η ελληνική οικονομία όμως  χαρακτηρίζεται από μια ιδιοτυπία σε σχέση με τον ιδεατό τύπο των καπιταλιστικών χωρών.  Δηλ. ούτε η παραγωγή, σ΄ ένα μεγάλο μέρος,  είναι αυτή που καθορίζει την κατανομή του εισοδήματος ούτε το κυνήγι του κέρδους με οικονομικά καταρχήν μέσα είναι η κατεξοχήν κοινωνικά παραδεκτή συμπεριφορά. Αντίθετα, τα εξωοικονομικά, βλ. πολιτικά μέσα, χρησιμοποιούνται ως κύριος τρόπος απόκτησης εισοδήματος, μετακύλισης της φορολογίας ή κόστους παραγωγής από  τα ισχυρότερα πολιτικά στρώματα στα ασθενέστερα. Και βεβαίως αυτό έχει την αιτία του.
           Σ’ εμάς, μετά τον πόλεμο ακολούθησε ένας  εμφύλιος και οι νικητές του για να εδραιώσουν την πολιτική  κυριαρχία τους  δημιουργούν ένα κράτος –χωροφύλακα που κυνηγά τους ηττημένους αντιπάλους,  την εργατική τάξη και ανασυγκροτεί την μικροϊδιοκτησία με πολιτικά κριτήρια (χωρισμός κοινωνίας σε εθνικόφρονες και μη)  Δηλ. οι οικονομικές διεκδικήσεις των διαφόρων στρωμάτων διευθετούνται με εξωοικονομικά μέσα. 
             Μετά την δικτατορία, το πολιτικό καθεστώς  αναζήτησε την νομιμοποίησή του από το σύνολο του ελληνικού λαού και ευνοείται το άνοιγμα του κρατικού μηχανισμού σε μεγάλες ομάδες πληθυσμού και  η προώθηση παραγωγικών συμφερόντων των μικροαστικών στρωμάτων  μέσω του κράτους. Το κράτος απέκτησε  ευλυγισία, με την οποία άρθρωνε τα ιδιωτικά συμφέροντα κάτω από την ηγεμονία του εμπορικού-τραπεζικού  κεφαλαίου. Τα συμφέροντα πλέον διαμεσολαβούνται  μέσω νέων σχέσεων πελατείας, στις οποίες το κόμμα που  κατέχει την εξουσία έχει  τον κεντρικό ρόλο.
          Η έλλειψη λοιπόν προγραμματισμού στη χώρα μας οφείλεται στην αδυναμία των κυβερνήσεων να κάνουν  κάτι τέτοιο, γιατί αντιστρατευόταν στις βασικές κοινωνικές διαδικασίες μια και έτσι θα χάνονταν οι ευκαιρίες για απόκτηση εισοδήματος με εξωοικονομικές μεθόδους, γεγονός που θα σήμαινε  άμεσο κομματικό κόστος.
       Εξάλλου,  η σύνταξη  των προγραμμάτων για οικονομική ανάπτυξη  δεν είναι ζήτημα μιας μηχανής που τη χειρίζονται με τρόπο αντικειμενικό κάποιοι τεχνοκράτες και συντάσσει, παρακολουθεί αναπροσαρμόζει τα προγράμματα.  Η ίδια η έννοια της ανάπτυξης δεν είναι ουδέτερη ούτε εκφράζει  απλώς αφηρημένα νοήματα που μπορούν εύκολα να εκφραστούν με αντικειμενικά  μεγέθη κοινωνικής δραστηριότητας. Έχει αξιολογικό χαρακτήρα και απορρέει από τις συγκεκριμένες ιστορικές πραγματικότητες, στις οποίες αναφέρεται, κι εξαρτάται από τη  συγκεκριμένη οικονομική  και κοινωνικοπολιτική  συγκυρία. Κατά συνέπεια ο προγραμματισμός της αναπτυξιακής διαδικασίας έχει έντονα πολιτικό χαρακτήρα, μια που σημαίνει αναδιανομή πόρων στη βάση κάποιου συστήματος αξιών και προτεραιοτήτων.
           Όποιο λοιπόν  πλαίσιο προγραμματισμού ανάπτυξης θα διαμορφωθεί  στη χώρα μας  αυτό θα γίνει στη βάση των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων και των συμμαχιών της.  Και ήδη η επιβολή των μνημονίων δεν είναι τίποτε άλλο από ένα πλαίσιο προγραμματισμού των κυρίαρχων τάξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
          Μόνο ο αγώνας των εργαζομένων, στη χώρα μας και πανευρωπαϊκά, ενάντια στις κυρίαρχες τάξεις μπορεί να ανατρέψει αυτό  το πλαίσιο προγραμματισμού.      

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΕΝ ΟΨΕΙ


         Στο φόβο  και την απόγνωση κτίζεται η κυριαρχία της φασιστικής ιδεολογίας.
        Η κρίση, με την αρωγή των πολιτικών και λοιπών διαμορφωτών της κοινής γνώμης,  συνέτριψε την όποια ενότητα,  φέρνοντας σε αντίθεση τους εργαζομένους μεταξύ τους και   με κείνους που δεν βρίσκουν δουλειά, δημιούργησε νέα κατώτερη τάξη, την τάξη των ανέργων, κι έτσι η κατανομή της εργασίας τείνει να μεταμορφωθεί σε κατανομή και διαχείριση της αθλιότητας. Όσο η κρίση αναπτύσσει τους ταξικούς ανταγωνισμούς τόσο ο κυρίαρχος λόγος αρνείται ν’ αναγνωρίσει την ταξική διάσταση της κρίσης. Και η Χρυσή Αυγή αποθεώνει μετά από χρόνια την οικογένεια, προς την οποία οι περισσότεροι άνεργοι προσβλέπουν. Δυο χρόνια τώρα αν η εξαθλίωση βρίσκεται  υπό κάποιο έλεγχο συχνά συμβαίνει  γιατί επιβιώνουν πολλοί χάρη στην αλληλεγγύη των μελών της οικογένειάς τους.  Όσοι δεν μπορούν να αντισταθούν στην απελπισία αυτοκτονούν…
       Παρόλ΄ αυτά,    η βιαιότητα της κρίσης και η αναταραχή  που επέφερε δεν προκαλεί σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες αμφιβολίες για τα πλεονεκτήματα του καπιταλιστικού  συστήματος, που πιστεύουν στη μοναδικότητά του, ενώ η κριτική τους  περιορίζεται στον τρόπο που γίνεται η διαχείριση της κρίσης. Κι εδώ ακριβώς βρίσκουν γόνιμο έδαφος οι φασιστικές προπαγάνδες που εκμεταλλεύονται το μίσος των μαζών  και των μεσαίων τάξεων με σκοπό να τις κερδίσουν υπέρ αυτών. Εκδηλώνει ο φασισμός, με το δημαγωγικό  και συγκεχυμένο πρόγραμμά του,  το δήθεν αντικαπιταλιστικό, που στρέφεται εναντίον του ξένου κεφαλαίου, εναντίον των μεταναστών  και  στην πραγματικότητα δεν πλήττει κανένα, την επιθυμία να ανταποκριθεί  στις διεκδικήσεις των μεσαίων τάξεων που απειλούνται  από την ανεργία και τον κίνδυνο να υποβιβαστούν στην τάξη του προλετάριου.  
           Η αυξανόμενη ένταση της κρίσης επιδεινώνει την ανομολόγητη ταξική πάλη και  προκαλεί αντίδραση των απειλουμένων συμφερόντων. Δεν είναι όμως μόνο η άγνοια των  εργατικών στρωμάτων  που ενισχύει τις τάξεις ακροδεξιών και φασιστικών κομμάτων.  Είναι και τα μικροαστικά ή και αστικά στοιχεία, οι διανοούμενοι που έχουν γίνει προλετάριοι ή απειλούνται να γίνουν σύντομα και από ταξική περηφάνεια αρνούνται τη ριζική κοινωνική μεταμόρφωση που προτείνει ο κομμουνισμός κι ενώ μπορεί να παίρνουν κι αυτοί μισθούς πείνας έχουν το αίσθημα ότι ανήκουν  σε  άλλη τάξη και θεωρούν κοινωνικό ατύχημα, ανάξιο γι’ αυτούς, το ότι συγχέονται  με τους εργάτες. Κι εδώ ιδιαίτερα προστίθενται και οι νέοι της αστικής τάξης που βρέθηκαν χωρίς θέση και χωρίς ελπίδα και βλέπουν κλειστές όλες τις διεξόδους.
       Ο φασιστικός αντικαπιταλισμός ανταποκρίνεται στους συγκεχυμένους πόθους των μεσαίων τάξεων, υπόσχεται ασφάλεια και προστασία από τους μετανάστες που θεωρεί πηγή δεινών και αντικαθιστά την πάλη των τάξεων με την πάλη εναντίον των ξένων καπιταλιστών, εναντίον της διεθνούς πλουτοκρατίας. Η προπαγάνδα τους υπόσχεται να θέσει τέρμα στα δεινά από τα οποία υποφέρουν οι διάφορες κατηγορίες δυσαρεστημένων με αόριστες, ασαφείς και μερικές φορές αντιφατικές υποσχέσεις, που όμως απομακρύνουν την προοπτική μιας κοινωνικής ανατροπής. 
          Ακόμα και η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, που οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις τη χρέωσαν στην αριστερά και ιδιαίτερα στο ΚΚΕ, για τον πολύ κόσμο  αποκάλυψε  ότι το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα δεν διαθέτει κύρος και δύναμη και στράφηκε να τα αναζητήσει  αλλού. Και από το πουθενά, 38 χρόνια μετά τη δικτατορία σχεδόν μισό εκατομμύριο ψηφοφόροι ψηφίζουν  τη Χρυσή Αυγή, πιστεύοντας ότι έχει τη δύναμη και κυρίως την πυγμή για να δαμάσει τους κλέφτες και ψεύτες του πολιτικού συστήματος και να εφαρμόσει χωρίς έλεγχο από πουθενά μια πολιτική εξυπηρετήσεως των συμφερόντων  τους. Τα πραγματικά επικίνδυνα παιχνίδια με αυταρχικές, ακόμα κι αν δεν έχουν το όνομα το φασισμού, διεξόδους τώρα ξεκινούν.
            Γιατί βέβαια οι φασιστικές ιδέες  βρίσκονται σε διαρκή μεταμόρφωση.  Η θέλησή των οπαδών τους να επιβληθούν  σε μια κοινωνία που  φαινομενικά τους αποκρούει, τους υποχρεώνουν να προσφύγουν  σε όλα τα μέσα, να εκμεταλλευτούν όλες τις ευκαιρίες για να επιτύχουν χωρίς να εγκαταλείψουν τις αρχές τους και  σ’ αυτό οφείλονται  οι πολλαπλές αντιφάσεις  και παλινωδίες τους. Ισχυρίζονται ότι θα καταργήσουν την πάλη των τάξεων  με την ενσωμάτωση όλων των συμφερόντων  στην κρατική διάρθρωση με τρόπο  ώστε να παραμερισθούν και να εκλείψουν οι διαμάχες. Ουσιαστικά ο φασισμός είναι κίνημα αντιδραστικό και αντεργατικό που στηρίζεται στο μύθο της κατάργησης της ταξικής πάλης
          Η κρίση  αποκάλυψε  τις εσωτερικές αντιθέσεις της αστικής δημοκρατίας κι έγιναν σαφέστερες και εντονότερες οι ταξικές αντιθέσεις, που επιδιώκεται να επικαλυφτούν με γενικές και αόριστες υποσχέσεις και ιδέες για ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατικές ελευθερίες κλπ., που ολοένα και συρρικνώνονται, και με το φόβο για βρικολάκιασμα του φασισμού σε περιβάλλον  που οι ίδιες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις διαμορφώνουν.  Σ΄ αυτό το περιβάλλον επιστρατεύονται όλα τα μέσα, και η φασιστική ιδεολογία, στην προσπάθεια καταδίκης κάθε απόπειρας αλλαγής του κόσμου που πρεσβεύει η κομμουνιστική ιδεολογία.
         Η πολιτική δημοκρατία  χρειάζεται  για τη σταθερότητά της μια συνεχώς επεκτεινόμενη οικονομία, αλλά η ύφεση στην  ανάπτυξη  της καπιταλιστικής οικονομίας δεν επιτρέπει στις άρχουσες τάξεις να προβαίνουν σε παραχωρήσεις, οι οποίες μέχρι σήμερα πετύχαιναν να αμβλύνουν τις διεκδικήσεις με την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Οι αρχές της καπιταλιστικής κοινωνίας δεν είναι πλέον σε θέση  να εξασφαλίσουν τη γενική ευημερία, την οποία υπόσχεται  το δημοκρατικό περιεχόμενο του πολιτεύματος.
        Όσο θα εντείνεται η κρίση, η άσκηση  της εξουσίας θα προσλαμβάνει  αποφασιστικό χαρακτήρα στον αγώνα μεταξύ  των υποτελών τάξεων και της άρχουσας τάξης. Κατά συνέπεια το ρεύμα που επέτρεπε  μέχρι τώρα την ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών θα ανακοπεί. Ακόμα κι εκεί όπου η οικονομία θα κλονιστεί λιγότερο, οι δημοκρατικοί θεσμοί, αν εξακολουθούν να επιζούν μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού, θα είναι εξασθενημένοι. Κι όσο θα βαθαίνει η κρίση  οι κυρίαρχες τάξεις θα φρονούν ότι δεν θα μπορέσουν να επιζήσουν παρά μόνο αν θυσιάσουν τμήμα των δημοκρατικών θεσμών.
      Ποια μορφή θα πάρει ο φασισμός στη χώρα μας;

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

«ΤΑ ΛΕΒΕΝΤΟΠΑΙΔΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΥΡΕΣ ΜΠΛΟΥΖΕΣ»


             Δυο  βασικά θέματα έκαναν χθες   το γύρο της ειδησεογραφίας, η επίθεση του  Κασιδιάρη της Χρυσής Αυγής στην εκπομπή του Παπαδάκη στην Κανέλλη και η αυτοδικία του νεαρού στην Παιανία. Και τα δύο απότοκα της ίδιας οικονομικοπολιτικής κατάστασης.
            Σ’ αυτήν  την εποχή της διάλυσης της ζωής των εργαζομένων, κατάφορτων με  οργή κι απόγνωση, που η δημοκρατική ανικανότητα τις αφήνει να φθείρονται και να αλληλοκαταλύονται ,  η φασιστική δύναμη  οικειοποιείται στοιχεία του παρελθόντος που τα ανανεώνει, αλλάζοντας  περισσότερο τη μορφή τους και όχι το βάθος τους για να τις τιθασεύσει.  
            Η φάρσα πια της πολιτικής γίνεται τραγωδία. Όλα αυτά τα χρόνια οι διαμορφωτές  της κοινής γνώμης, τόσο οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι  όσο και οι διανοούμενοι, απαξίωσαν  τις ελευθερίες, όλα τα  πνευματικά αγαθά που υπερασπίζονταν και η αστική δημοκρατία της Ευρώπης και είχαν κατακτηθεί με αγώνες αιώνων.  Δυο χρόνια τώρα απροκάλυπτα οι πολιτικοί των κυρίαρχων κομμάτων υπέγραφαν δηλώσεις, ορκίζονταν πολιτική δουλεία στον δεσποτισμό του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, τον εγκαταστημένο πάνω στα ερείπια της ζωής των εργαζομένων. Στην πραγματικότητα, η εκτελεστική εξουσία προέβαινε σε ενέργειες που τυπικά μπορούσαν να υπαχθούν σε έλεγχο - κοινοβούλιο, συνδικαλισμό κλπ-  ουσιαστικά όμως μέσω της κομματικής πειθαρχίας η επικοινωνιακής παραπλάνησης τον  παρέκαμπταν.
           Η κοινωνία εσωτερίκευσε τον κυρίαρχο λόγο που εξέφραζαν τα κόμματα εξουσίας και περιλάμβανε και την αυθαιρεσία ακόμα και προς όργανα που θεωρούνταν απαραίτητα για τη λειτουργία του συστήματος. Η   απροκάλυπτη αδιαφορία, αν όχι περιφρόνηση,  κυρίως της εκτελεστικής εξουσίας προς τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων πυροδότησε αποσπασματικές ενέργειες βίας και άρχισε να απαξιώνεται.  Ταυτόχρονα, η  ανικανότητα των κομμάτων εξουσίας να διαχειριστούν την κρίση συνενώνει μεγάλες μάζες  εναντίον της δεινής οικονομικής κατάστασης και εναντίον ενός πολιτικού συστήματος που θεωρείται ως ανίσχυρο και διεφθαρμένο. Ταυτόχρονα,  έχοντας συκοφαντηθεί η κομμουνιστική ιδεολογία, για χρόνια ολόκληρα, είναι πολύ δύσκολο μέσα στο διάστημα αυτό της κρίσης να πείσει την πλειοψηφία ότι τα προβλήματα δεν επιλύονται  χωρίς το μετασχηματισμό  της κοινωνίας. ΟΙ λαϊκές τάξεις έχοντας διαπαιδαγωγηθεί με το καταναλωτικό μοντέλο φοβούνται την ριζοσπαστικοποίηση, ενώ μεγάλο μέρος της διανόησης, έχοντας πλήρως ενσωματωθεί στο σύστημα επιμένει στην υποστήριξή του, το πολύ να χρειάζεται κάποιες βελτιώσεις προπαγανδίζει.
         Μάλιστα, μια  πλειοψηφία διανοούμενων εστιάζει την αγωνία της στην πνευματική παρακμή που θεωρεί αιτία της κοινωνικής διάλυσης. Φαίνεται πολύ  βολικό να μιλούν για σωτηρία του πνεύματος, ξεχνώντας όμως πως αυτό δεν είναι αρκετό αν δε σώσει  κανείς και το σώμα του. Το άθλιο αυτό σώμα, αυτό το ράκος, που μόλις και καταδέχονται να το πιάσουν στα χείλη τους οι ιδεαλιστές, που δεν έχουν και πολλή  ανάγκη ν’ ανησυχούν γι’ αυτό αφού δεν τα βολεύουν και άσχημα.
           Κι εδώ κάπου σκάνε μύτη τα «λεβεντόπαιδα με τις μαύρες μπλούζες» μαζί με το μύθο τους.  Πόσες φορές έχει αναπαραχθεί το ίδιο παραμυθάκι, από ανθρώπους που τους το είπε ο γείτονας, ο φίλος, ο συγγενής και έλαβε χώρα από το Κιλκίς μέχρι την Κόρινθο, για την εκδίωξη, απ’ αυτά τα λεβεντόπαιδα, μεταναστών από σπίτι νοικοκύρη, το καθάρισμά του και την παράδοσή του στον  ιδιοκτήτη;
          Από την πρώτη  επίσημη δημόσια εμφάνισή τους  έδειξαν περιφρόνηση στους κανόνες του ορθού πολιτικού λόγου και ας μην είμαστε καθόλου σίγουροι ότι μια μεγάλη μερίδα εκλογέων δεν το επιδοκίμασε.  Κοινωνικά στρώματα, και όχι μόνο της εργατικής τάξης,  που φαίνονται καταδικασμένα στις στερήσεις αλλά και στην κοινωνική ταπείνωση και πλήττονται από την κρίση υλικά και πολιτικά, βρίσκουν στην Χρυσή Αυγή τον άμεσο, προσωποποιημένο προστάτη τους, μόνο γιατί έτσι αυτοδιαφημίζονται. Νιώθουν ικανοποιημένοι με την έξαρση της βίας προς τους μετανάστες, ελπίζοντας σε άμεσα αποτελέσματα και χωρίς ακόμα τη δική τους συμμετοχή. Η Χρυσή Αυγή παρουσιάζει τις παλιές ιδέες του ρατσισμού, σωβινισμού κλπ με δύναμη και πάθος, εις τρόπο ώστε οι ιδέες αυτές να ανταποκρίνονται στις ανησυχίες, το μίσος, στη διάθεση εκδίκησης των μαζών. Κοινό χαρακτηριστικό του λόγου τους είναι πως διαστρεβλώνουν τη  λογική, απευθύνονται στο πάθος, επιδιώκοντας να διατηρούν τις μάζες σε κατάσταση διαρκούς ενθουσιασμού.
         Η πολιτική εξάλλου δεν  είναι  μόνο μια διακριτή περιοχή της κοινωνικής ζωής που προσδιορίζεται σε σχέση με διοικητικά όργανα, αλλά εντοπίζεται ευρύτερα στην κοινωνία μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Aυτή συμβαίνει  και μέσα από σχέσεις εξουσίας που τέμνουν το σύνολο της κοινωνίας. Τα άτομα ταυτόχρονα υπόκεινται στην εξουσία αλλά και την ασκούν. Δεν αποτελούν μόνο τον παθητικό στόχο της εξουσίας αλλά και τα σημεία που αυτή αρθρώνεται και αναπτύσσεται.  Το άτομο μπορεί να γίνει  το όχημα της εξουσίας, όχι μόνο το σημείο που αυτή εφαρμόζεται.  Πόσοι εξαθλιωμένοι δεν αισθάνονται ότι αυτά τα  «λεβεντόπαιδα» της Χ.Α  έχουν τη δύναμη που απαιτείται για να ασκήσουν εξουσία και μόνο επειδή διαθέτουν τη σωματική ρώμη; Τολμούν και δέρνουν του μετανάστες, τολμούν και χαστουκίζουν το  «παλιοκουμμούνι»…  εκδήλωση δύναμης συγκεκριμένης και απτής.
           Όταν η εξουσία μέσω της ιδεολογίας παραμορφώνει τη συνείδηση του ατόμου το αποτέλεσμα  είναι μια παραμορφωμένη γνώση της πραγματικότητας.  Αυτή η παραμόρφωση όμως δεν είναι τωρινό φαινόμενο, χρόνια τώρα είχε αρχίσει η διαδικασία της (μήπως το ΛΑΟΣ δεν συμμετείχε σ’ αυτή με ανοχή ή και συγκατάθεση του συστήματος εξουσίας;)Το έδαφος το βρίσκει έτοιμο η Χρυσή Αυγή, που θα φτάσει στα άκρα αυτή την παραμόρφωση. Η ύφεση  αύξησε την κόπωση, οι εργαζόμενοι βυθίστηκαν στη αθλιότητα και απελπισία εις τρόπο ώστε το σύστημα να ζει  σε ατμόσφαιρα δυσπιστίας και απειθαρχίας. Η Χρυσή Αυγή έρχεται να κηρύξει την τάξη που μας βολεύει για να βρεί ανταπόκριση ο λόγος της και η βία της.  Η χειροδικία είναι η αρχή, η αυτοδικία η συνέχεια, η ανεξέλεγκτη βία ακολουθεί για να βάλει στο τέλος τάξη μια εξουσία βίαιη και αυθαίρετη
          Η μαζική και μόνιμη ανεργία, η αύξουσα ανισότητα  στην κατανομή των αγαθών, η συγκέντρωση της οικονομικής ισχύος σε συνεχώς  μειούμενο αριθμό χεριών επιδεινώνουν τους ταξικούς ανταγωνισμούς. Και η άνοδος του φασισμού διευκολύνει  την εδραίωση αυτής την οικονομικής ισχύος μεταθέτοντας  το πρόβλημα στη σύγκρουση ανάμεσα σε όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις και το φασισμό. Μόνο που στις δημοκρατικές δυνάμεις περιλαμβάνονται κι αυτές οι οποίες  επιμένουν και δραστηριοποιούνται για την εφαρμογή όλων των οικονομικοπολιτικών επιλογών  που  εξαθλιώνουν τις λαϊκές μάζες και εκκολάπτεται έτσι το περίφημο αυγό το φιδιού…
         Οι δημοκρατικές δυνάμεις της εξουσίας καλλιέργησαν το φόβο για να επιβάλουν τις επιλογές των κυρίαρχων οικονομικών κέντρων και πάνω σ’ αυτόν τον φόβο τώρα κτίζεται η κυριαρχία της φασιστικής ιδεολογίας.